Σαν θα ποθάνω βάλτε με σ’ένα δεντρό απο κάτω
Σαν θα ποθάνω βάλτε με σ’ένα δεντρό απο κάτω
να λιώνω εγώ να θρέφει αυτό να νιώθω πως υπάρχω
Σαν θα ποθάνω βάλτε με σ’ένα δεντρό απο κάτω
να λιώνω εγώ να θρέφει αυτό να νιώθω πως υπάρχω
Πρώτη στην πόρτα τσ’ εκκλησάς όταν ποθάνω στάσου
ο κόσμος να σε συγχαρεί για το κατόρθωμά σου
Χριστέ μου και να πόθενα και ο χάρος να κοιμάται
κ’ύστερα να΄ναι ψόματα να δω ποιός με λυπάται
Την τελευταία μου στιγμή θα γράψω σε μια κόλλα
ν’άλλάξει εκείνη τον νεκρό να δει τα τραύματα όλα
Είναι σκληρός ο θάνατος κι όμως τον λαχταρούνε
καρδιές που μέσα στη ζωή χωρίς ελπίδες ζούνε!
Δε θέλω στην κηδεία μου στέφανα και λαμπάδες,
θέλω τση λύρας τη λαλιά και μπαλοθιές χιλιάδες.
Όταν θα με κηδεύουνε δάκρυ σταλιά μη βγάλεις
γέλα που τα κατάφερες στον Άδη να με βγάλεις!
Ένα κερί δέκα δραχμών άναψε σαν πεθάνω,
γιατί έλεγες δεν άξιζα δεκάρα παραπάνω!
Στο θάνατό μου οι φίλοι του μπιστόλια θα βαστούνε
να παίζουν απ΄ το σπίτι του οντα θα με περνούνε!
Όταν θα με κηδεύουνε δάκρυ σταλιά μη βγάλεις
γέλα που τα κατάφερες στον Άδη να με βγάλεις!