Περήφανα στεκόμουνα στο θρόνο που’χα χτίσει μα οι πόνοι απού με’βρηκαν με έχουνε γκρεμίσει
Διώχνω τον αναστεναγμό μα εκείνος ‘πογυρίζει, τη θέση που’χω στην καρδιά βρίσκει άδεια και καθίζει.
Ολοι αναστενάζουνε μα όχι σαν εμένα, όταν αναστενάζω εγώ στάζει η καρδιά μου αίμα.
Άλλο να ζεις τα βάσανα κι άλλο να τα δηγάσαι, κι άλλο στ’ ονείρου τσι χάρες ευτυχισμένος να ‘σαι.
Στο μάγουλο του δυστυχή το δάκρυ δε στεγνώνει, γιατί πηγή από βάσανα έχει και δεν τελειώνει.
Ως πότε Θε μου δα θωρείς τα μάτια μου να κλαίνε, που προσευχές όλο για σε τα δυο μου χείλη λένε.
Τί ειρωνεία η Άνοιξη, όλα να τα ανθίζει, και στη δική μου τη καρδιά, ακόμα να χιονίζει…
Όντα θα δω τον ευτυχή πάντα αναστενάζω, και λέω με παράπονο γιάντα να μην του μοιάζω.
Επάντηξέ μου η Χαρά και τση ‘πα να μου τάξει, αν θέλει από τα βάσανα που ‘χω να μ’ απαλλάξει.
Ήθελα η μοίρα μια φορά στο κλάμα να σε βγάλει να δεις σκληρό που ‘ναι να κλαίς και να γελούν οι άλλοι!