Μαύρα θα πάψω να φορώ απού όσοι με θωρούνε
Μαύρα θα πάψω να φορώ απού όσοι με θωρούνε,
γιάντα και ποια ‘ναι η αφορμή όλοι να με ρωτούνε.
Μαύρα θα πάψω να φορώ απού όσοι με θωρούνε,
γιάντα και ποια ‘ναι η αφορμή όλοι να με ρωτούνε.
Τα μαύρα δεν τα βάνουνε όποτε και όποιοι λάχει,
μονάχα εκείνοι που βαστούν του έρωτα αμάχη
Μαύρο πουκάμισο φορώ και μια ‘ναι η αφορμή μου,
δεν θέλω όταν αιμορραγώ να φαίνεται η πληγή μου.
Τα μαύρα ρούχα τα φορώ όχι γιατί μου πάνε
θέλω να μείνουν οι πληγές κρυφές που θα με φάνε
Μαύρα θα βάψω να φορώ να δείχνω με τα ρούχα
πως εχαθήκαν οι χαρές στον ψεύτη κόσμο απού’χα
Το μαύρο το πουκάμισο έχει μεγάλη αξία
γιατί το φόριενε ο Θεός στου γιού του την κηδεία
Το μαύρο το πουκάμισο δεν το φορεί όποιος να’ ναι
μόνο εκείνοι που πονούν κι εκείνοι που αγαπάνε.
Τα μαύρα ρούχα τα φορούν εκείνοι που πονούνε
που’χουν μαράζι στην καρδιά και δεν το μαρτυρούνε
Το μαύρο το πουκάμισο είν’ η παρηγοριά μου
γιατ’ έχει ακόμα τ’ άρωμα που φόραγε η κερά μου
Το μαύρο το πουκάμισο το έχω για καλό μου
θα το φοράω όσο ζώ μα και στο φέρετρό μου