Μιαν ώρα έχω να τη δω και πανικός με πιάνει φαντάσου ένας χωρισμός ίντα ζημιά θα κάνει
Ο κόσμος είναι μια χουφθιά σαν βρίνεται κοντά μου μεγάλος κι απροπάτηχτος σαν βρίνεται μακριά μου
Ανε σκεφτεί καμμιά φορά και φύγει και μ’ άφήσει δε λέω πως θα σκοτωθώ αλλά θα μου στοιχίσει
Αμπαρωμένη σ’ είχα γω μες στο κλουβί τση σκέψης ίντα κοντό δεν σ’ άρεσε κι ήθελες να μισέψεις;
Πολλά καράβια έρχονται κι είναι χαρές γεμάτες μ’ άδικα ψάχνω να σε βρω μέσα στους επιβάτες
Σαν το στεκούμενο νερό βρίσκεσαι μες στη σκέψη και σ’ ανταμώνει ο λογισμός όποτε σε γυρέψει
Η σκέψη πάντα όπου σταθώ μου φέρνει τη σκιά σου και ζω μ’ αυτή σαν δε μπορώ αλλιώς να ‘ρθω κοντά σου
Που να τη βρω τη λογική μετά από σένα φως μου που μ’ άφηκε και σου κλουθά στα πέρατα του κόσμου
Που ‘ν ο καιρός απ’ άστραφτε και έριχνε χαλάζι κι εμείς πηγαίναμ’ αγκαλιά κι είχεν ο κόσμος χάζι
Τση θάλασσας τα κύματα σ’ επήρανε από μένα αυτά ξαναγιαγείρανε μα εσύ ‘μεινες στα ξένα