Παρ’όλο που’χα συνεχώς το μάτι μου γαρίδα εδά μόνο κατάλαβα πως έχεις πιτυρίδα.
Κάτσε και διάβασε κοπελιά γιατί έχεις εξετάσεις και θα στις βρέξω στο κωλί άμα δεν επεράσεις.
Ηθελα και να κάτεχα πώς ζουν οι παντρεμένες κάθονται απο συνήθεια ή ειν’ερωτευμένες.
Τη βέργα μου επαντόνιαρα και πια δε βάνω βούργια, γιατι ‘πες πως δε θές βοσκό αγάπη μου καινούργια
Σαν μου τη φέραν σκέφτηκα Μήτσο θα την πατήσεις για να πατήσεις το κουμπί να τηνε ξεκουμπίσεις
Βάνουν κρασί, βάνουν ρακί γκαζόζα, λεμονάδα για να τα πιω, να τρελαθώ να μου ‘ρθει η φιλενάδα
Κι έτσι π’ ακρίβηνε η ζωή σκοτώνονται λιγάκι να κατεβούνε στο χωριό να μπει νερό στ’ αυλάκι
Εγώ σου πήρα μηχανή να ράβεις στα σαλόνια όπου δεν ξέρουν τι θα πει η κουτσουνοβελόνα.
Οσο περνάει ο καιρός ρωτάς τον περβολάρη θέλεις μια χούφτα τάλαντα μ’ αυτός ζητά τσουβάλι
Ούλοι με λένε κουζουλό μα ‘γω καλά κατέχω όντε πεινώ τρώγω ψωμί κι όντε νυστάζω θέτω