Ο χάρος πάντα έτρεμε να πάρει ένα λυράρη
Ο χάρος πάντα έτρεμε να πάρει ένα λυράρη
γιατί ανασταίνει και νεκρούς της λύρας το δοξαρι
Ο χάρος πάντα έτρεμε να πάρει ένα λυράρη
γιατί ανασταίνει και νεκρούς της λύρας το δοξαρι
Καθενα σπιτι Κρητικου οπλό’χει στολισμενο
μες στο σαλονι κρεμαστο η απανω του ζωσμενο
Οποιος κρατει τα εθιμα και οποιος τα γλεντιζει
μοναχα ‘κεινος στη ζωη σαν ανθρωπος αξιζει
Εχουμε μια παραδοση το ξερουμε αραδα
μονος αργα μεσανυχτα θα σουρθω για κανταδα
Της Κρήτης την παράδοση με ευλάβεια στηρίζω
και όπου σταθώ και όπου διαβώ μια Κρήτη ζωγραφίζω.
Γιε μου θα σου το βγάλομε τ’όνομα του παππού σου
στην λεβεντιά και στην αντρειά να μοιάσεις του κυρού σου
Κόρη πως σε βαφτίζομαι χαρά ‘χαμε μεγάλη
να ζήσεις και να τα χαρείς τα ομορφά σου κάλλη.
Κόρη με τα ξανθά μαλιά τα γαλανά τα μάτια
να μεγαλώσεις και να μπεις σε πλούτη και παλάτια
Εδά που σε βαφτίσαμε και Χριστιανή λογάσαι
τίποτα μέσα στη ζωή δεν πρέπει να φοβάσαι
Λαός που την παράδοση ξεχνά και δεν θυμάται
στο λήθαργο του μαρασμού παντοτινά κοιμάται.