Μικρή μικρή σ’ αγάπησα μεγάλη δε σε πήρα να μ’ αξιώσει ο θεός και να σε πάρω χήρα
Εγώ τρία χιλιάρικα σε σένα δεν χαρίζω και ας ήσουν η αγάπη μου που δεν την κουλαντρίζω
Μ’ ένα μπουκάλι Κάττι Σαρκ και Μάρλμπορο τσιγάρα καπνίζω, πίνω να ξεχνώ τα μαύρα μου τα χάλια
Αμάξι δίχως κάγκελα αυτό δεν είν’αμάξι άμα θα βαλείς τον κρυγιό πως θα τον εβαστάξει;
Μ’ έκαψε και με κέντησε η μάνα σου η αρκούδα που να καεί ως καίγουνε το Πάσχα τον Ιούδα.
Πέθανε συ κι ας μη νογάς αν θα σε συλλογιούνται και τα μωρά πορεύονται κι οι χήρες κυβερνιούνται
Να πιάσω θέλει να γδυθώ να πάρω και ένα τόξο να πώ πως είμαι ο έρωτας να σπάσω ίσα όξω
Βιόλα να κόψω δε μπορώ όξω να παίξω πέτρα γιατί ‘ναι το μπαλκόνι τζη άνω ‘πο τρία μέτρα.
Σαν ανθισμένη αμυγδαλιά είσαι και θα με κάψεις με την παντέρμη φορεσά που ‘θελα πας να ράψεις
Παίξε μου χίλιες μαχαιριές και μιά με τη σκαλίδα εγώ’μαι δα από παέ κι’αυτή απ’τη Σταλίδα.