Εγώ τσ’ αγάπης τη δουλειά μ’αρέσει να την κάνω παρ’όλο που κουράζομαι κι ούτε λεφτά δε βγάζω
Με την ξανθιάν εμάλωσα η μαύρη δε με θέλει που’ναι η στοργή που έβρινα στη μάνα μου κοπέλι
Τσ’αγάπης τ’ανυφαντικό κοντεύγει να ξυφάνω κι αναρωθιέμαι ύστερα ίντα δουλειά θα κάνω
Μπορεί να κάμεις διακοπές στη θάλλασα να λιάζεις μα το δικό μου μαύρισμα με τίποτε δε φτάζεις
Ετούτηνε την εποχή μην περιμένεις γάμο γιατί ακρίβηνε η ζωή και μπουνταλιές δεν κάνω.
Ετούτηνε την εποχή όποιος αποφασίσει να παντρευτεί καλύτερα να πα να αυτοκτονήσει.
Ομορφη είσαι κοπελιά εν πάσει περιπτώσει να δούμε κι ο πατέρας σου ήντα λεφτά θα δώσει.
Σαν τη θωρείς την κοπελιά κι όλο γυρεύγει χάδια να ξέρεις πως τα κέρατα βγάζουνε παρακλάδια.
Εβγήκε τζαναμπέτισσα και τα χωριά γυρίζει κι όποιο κι αν δει τον αγαπά κι ας μην τονε γνωρίζει.
Παρέτησε τηνε μωρέ του κερατά την κόρη! μα αυτή ΄χει τσ΄αγαπητικούς σαν τα κλαδιά στα όρη!