Τί ειρωνεία η Άνοιξη, όλα να τα ανθίζει, και στη δική μου τη καρδιά, ακόμα να χιονίζει…
Όντα θα δω τον ευτυχή πάντα αναστενάζω, και λέω με παράπονο γιάντα να μην του μοιάζω.
Επάντηξέ μου η Χαρά και τση ‘πα να μου τάξει, αν θέλει από τα βάσανα που ‘χω να μ’ απαλλάξει.
Ήθελα η μοίρα μια φορά στο κλάμα να σε βγάλει να δεις σκληρό που ‘ναι να κλαίς και να γελούν οι άλλοι!
Ο δρόμος του, του δυστυχή καλοβολιά δεν έχει, γι’ αυτόν ήντα θα πει χαρά ποτέ του δεν κατέχει.
Όσο κι’ ειν’ καλόβολος σαν προπατώ ο δρόμος, θα μου παντήξει ο γκρεμός ανε χαλάσει ο κόσμος.
Το γέλιο μόνο στ’ όνειρο στα χείλη μου το φέρνω, και κάνω μπρόβα ξυπνητός μα δε τα καταφέρνω.
Ποτέ μου δεν εστέγνωξα ακόμη κι’ ενε λιάσει, όπου σταθώ το σύννεφο θα ‘ρθει να με σκεπάσει.
Ο Ήλιος πάντα γελαστός προβαίρνει στο σεργιάνι, γιατί ΔΕΝ έχει βάσανα, μα τη στρατιά του κάνει.
Αν δε με καλοπολεμάς το θέλω λίγο λίγο, να βρω αλλού αγαπητικιά να σηκωθώ να φύγω.