Πες μου ανε τσει, και αν δε τσει δε θα με δεις να χάσκω
Πες μου ανε τσει, και αν δε τσει δε θα με δεις να χάσκω
μα θα το κάμω εγώ να τσει με μια ουλιά ταμπάσκο
Πες μου ανε τσει, και αν δε τσει δε θα με δεις να χάσκω
μα θα το κάμω εγώ να τσει με μια ουλιά ταμπάσκο
Εχθές αργά τη φίλησε, στα χείλη ένα λιακόνι.
και το λιακόνι εψόφησε, κι΄ εκείνη ζει ακόμη.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα τα κουζουλά κοπέλια
γιατί ξανοίγουν για ελιές όταν τρυγούν αμπέλια!
Ο ανθρωπος στα νιάτα του κάνει τις αμαρτίες,
κι αμα γερνά τροζένεται και πιάνει τσ’ εκκλησίες
Θυμάμαι βρε Kατερινιώ που ‘πινες Jack με cola
και ότανε σε ξάνοιγα μου έλεγες «Ξεκόλλα».
Θα βάλω αερόσολες στα μαύρα μου στιβάνια
να τρέξω στο Kατερινιώ μήπως της κλέψω χάδια.
Aκούω δα το Εϊντζελ το Εϊντζελ του Σάγκι
πού ‘σαι Kατερινάκι μου τώρα που σ’ έχω ανάγκη;
Στην προίκα σου Kατερινιώ θα κάτσω εδά απάνω
θα τσι σκοτώσω τσι ελιές και room to let θα κάνω.
Αμα δεν παίξουν μπαλωθιές στο γάμο μου απάνω
σε χώρισα Kατερινιώ και άλληνε θα πάρω.
Σαν ανθισμένη αμυγδαλιά είσαι και θα με κάψεις
με την παντέρμη φορεσά που ‘θελα πας να ράψεις