Άλλος τη θέλει όμορφη… Άλλος τη θέλει να ‘χει…
Άλλος τη θέλει όμορφη… Άλλος τη θέλει να ‘χει…
Κι άλλος κλείνει τα μάτια του και παίρνει όποια λάχει…
Άλλος τη θέλει όμορφη… Άλλος τη θέλει να ‘χει…
Κι άλλος κλείνει τα μάτια του και παίρνει όποια λάχει…
Κάτω απ’ το φως του φεγγαριού συχνά για σένα κλαίω.
Μετά το ξανασκέφτομαι και «δεν γαμιέσαι!» λέω.
Την πεθερά μου βάλτε τη πάνω στον Ψηλορείτη.
Για να την βλέπουν οι οχτροί να σκιάζονται την Κρήτη!
Αγάπε με να σ’ αγαπώ, με αγάπη εμείς να ζούμε.
Μα αν μ’ αγαπάς αγάπη μου, σκάσε να κοιμηθούμε!
Χάλασα τ’ αγροτικό να ‘ρχομαι στο χωριό σου,
γιατί ‘χει χωματόδρομο, γαμώ το δήμαρχό σου.
Την πεθερά μου μια βραδιά στον ύπνο μου την είδα.
Και νόμιζα πως πάλευα με τη Λερναία Ύδρα.
Το μαύρο το πουκάμισο το πήρα απ’ του Αρμάνι.
Σαρανταδυό χιλιάρικα το γαμημένο κάνει.
Άμα τη δεις την κοπελιά και ‘χει πολύ αέρα,
στείλ’ τηνε στο διάολο κι ακόμα παραπέρα.
Το να γενεί κανείς παππούς, αυτό δεν είναι πράμα.
Το να κοιμάσαι με γιαγιά, είναι μεγάλο δράμα.
Αγόρασα ένα φορτωτή, με οροφή κομμένη.
Για να μπορεί με άνεση, στσι τράπεζες να μπαίνει.