Όντα θα δω τον ευτυχή πάντα αναστενάζω, και λέω με παράπονο γιάντα να μην του μοιάζω.
Στο μάγουλο του δυστυχή το δάκρυ δε στεγνώνει, γιατί πηγή από βάσανα έχει και δεν τελειώνει.
Τί ειρωνεία η Άνοιξη, όλα να τα ανθίζει, και στη δική μου τη καρδιά, ακόμα να χιονίζει…
Τα μάτια μου τα μάτια σου μπαντίξανε και κλαίνε κι οσα το στόμα δεν μπορεί με μια ματιά στο λένε
Την ώρα τσ’ αναστάσεως εστάθηκα με τρόπο, ο στεναγμός μου τα κεριά μη σβήσει των ανθρώπω!
Ήντα θα βγει πως σ’ αγαπώ μόνο πως υποφέρω, τρόπος αφού δε βρίσκεται κοντά μου να να σε φέρω!
Τα βάσανα καμιά φορά θέμε και τα τραβούμε, σιγοκαίμε το σεβντά και μες τις στάχτες ζούμε!
Γυρίζω,ψάχνω,ερευνώ μιλώ,ρωτώ,κοιτάζω που θα τη βρω τη μέθοδο να μην ανασθαινάζω!
Πάντα θλιμμένη περπατώ σαν το χλωμό φεγγάρι, που με τον ήλιο δε μπορεί να γίνουμε ζευγάρι!
Χριστός Ανέστη κι Αληθώς όλος ο κόσμος κράζει, μα εγώ είμαι απάνω στο σταυρό και ποιός με κατεβάζει..