Οντες τα έβαλα εγω τα μαυρα στο κορμί μου εσυ ρωτούσες να σου πω ηντα χει η ψυχή μου
Μαύρο και το μητρώο μου σαν το ποκάμισο μου μα κλέφτης δεν επάτησε ποτέ στο χειμαδιό μου.
Το μαύρο το πουκάμισο οι νέοι το φορούνε πάντα αναρωτιόμουνα ίντα ‘ναι που πενθούνε
Καθε πρωϊ που σηκωθώ τα μαύρα ρούχα βάνω γιατί κηδεύω όνειρα που κάθε νύχτα κάνω
Γιάντα τα μαύρα τα φορείς και ποια ‘ναι η αφορμή σου αφού το ξέρω δεν πενθείς κανένα συγγενή σου.
Αμα θα δω μαύρο πουλί ποτέ δεν το σκοτώνω τα μαύρα για να τα φορεί έχει κι εκείνο πόνο.
Αμε να πεις του κύρη σου στα ρ’θούνια μη μου μπαίνει γιατί θα δει τη μάνα σου στα μαύρα φορεμένη.
Ολοι μου λένε όντε φορώ τα μαύρα γιάντα βάνω μα ‘γω ‘χω μάθει μυστικά στα φόρα να μη βγάνω.
Τα μαύρα ρούχα τα φορώ γιατί πονώ για σένα κι αν τύχει ανοίξει η πληγή να μη φανεί το αίμα.
Ονειρο αξεδείλιατο η αγάπη μας θα μείνει καημός που κάθε μου χαρά στα μαύρα τηνε ντύνει.