Ο αετος οντε πετα ψηλα καθε φτερουγισμα του ειναι πληγη που αυτος μετρά στα παθη τα δικα του
Ολοι με λενε δυνατη μα η παντερμη η καρδια οσα και να βασταξει τον πονο εχει κρυμενο
Аχ και νά ‘ταν κινητό μωρό μου η καρδιά σου, για να κατέχω μόνο εγώ το πίν του έρωτα σου!!
Ανάθεμα τη μάνα σου την αγριοχαρούπα, απου δεν μ’αφήνει να σε δω,με τα καινούργια ρούχα
Η βιόλα που ΄ναι δεξιά στην σκάλα όντε τη βγαίνεις είναι κυρά μου αριστερά όντε τη καεβαίνεις.
Ξανοίγω σε ξανοίγεις με γελώ σου και γελάς μου το κωλαράκι μου κουνάς και χάνω τα μυαλά μου
Εγνώρισα δυο κοπελιές από τον Άγιο Σύλα η μια ήταν όμορφη και η άλλη ήταν σκύλα
Εσύνδεσα το Λάπ-Τόπ, με το ραβδιστικό μου. Και μάζωξα όλες τσ’ ελιές, μέσα απού το χωριό μου!
Μια μύγα κρεατόμυγα εμπήκε μεσ το σπίτι κ ‘από τη φόρα την πολύ χτυπά στο νεροχύτη.
Τα πρόβατά μου μάζωξα να σου τα κάμω δώρο, γιατί παντρεύεσαι βοσκό κι όχι κανένα φλώρο!