Δύο ψύλλοι
Δύο ψύλλοι βγαίνουν από τον κινηματογράφο. -Λοιπόν, λέει ο ένας, θα γυρίσουμε στο σπίτι με τα πόδια, η θα πάρουμε κανέναν άνθρωπο.
Δύο ψύλλοι βγαίνουν από τον κινηματογράφο. -Λοιπόν, λέει ο ένας, θα γυρίσουμε στο σπίτι με τα πόδια, η θα πάρουμε κανέναν άνθρωπο.
Περνάει ένας τύπος έξω από ένα μαγαζί που πουλάει ωδικά πτηνά και βλέπει ένα κλουβί με δύο καναρίνια, εκ των οποίων το ένα κελαηδάει υπέροχα. Μαγεμένος από το άκουσμα της μελωδίας, μπαίνει γρήγορα στο μαγαζί και ρωτάει πόσο κάνει το καναρίνι για να το αγοράσει. Του λέει ο καταστηματάρχης : «Τα δύο καναρίνια σε αυτό το κλουβί πάνε πακέτο. Δώσε 50 χιλιάρικα και πάρτα και τα δύο» – Μα τι να τις κάνω και τα δύο μαζί ; Εγώ αυτό που κελαηδάει θέλω μόνο. – Ναι αλλά το άλλο του γράφει τα τραγούδια
Λέει μια μύγα σε μια άλλη: – Πήγα πριν σ΄ ένα καθαρό σπίτι! – Καλά, δε βλέπεις ότι τρώω;
Πάνε δύο άλογα στο ταμείο του θεάτρου να κόψουν εισιτήρια -Σας παρακαλούμε, δύο εισιτήρια για την βραδινή παράσταση -ΘΕΕ ΜΟΥ, εσείς μιλάτε !!!!!!!!!!! -Ναι, αλλά σας υποσχόμαστε ότι δεν θα βγάλουμε κιχ στην παράσταση
Δυο αγελάδες βοσκούν αμέριμνες. Ξαφνικά, η μία από τις δύο, αρχίζει να τρέμει. – Τι έπαθες ρε συ και τρέμεις έτσι, την ρωτάει η άλλη. – Μπρρρ, έρχεται ο αρμεχτής με τα κρύα χέρια…
– Ρε συ, τα άκουσες αυτά που λένε, ότι μας μεγαλώνουν μόνο και μόνο για να μας σφάξουν και να μας φάνε αργότερα; -«Ασε ρε», λέει η άλλη αγελάδα, κουνώντας το κεφάλι δεξιά και αριστερά, «κάνε τον μαλάκα, κάνε τον μαλάκα…»
Μιλούσαν στην παρέα τους οι κυνηγοί, για τα χαρίσματα των σκυλιών τους και προ πάντων για τη γρηγοράδα τους. Παρακολουθούσε την κουβέντα κι ένας φίλος, που είχε κι αυτός ένα σκυλί από αυτά που είναι μόνο για ομορφιά. -Πόσα μίλια τρέχει ο δικός σου ο σκύλος; τον ρωτούνε οι κυνηγοί ειρωνικά. -Ανάλογα με τον τρελό που θα συναντήσει να το κυνηγάει ….. είπε και αυτός.
Βαρβάτος κόκορας εισέρχεται σε κοτέτσι και αρχίζει ασταμάτητα να πηδάει τις κότες. Σε μερικές ώρες όλες τις κότες τρεκλίζουν, λιποθυμούν και μερικές αποδημούν. Την άλλη μέρα τα αφεντικά του κοτετσιού βλέποντας την κατάσταση τον χαρίζουν σε άλλο κοτέτσι όπου επαναλαμβάνονται τα ίδια. Αγανακτισμένοι και οι νέοι ιδιοκτήτες του συμβουλεύονται ειδικούς οι οποίοι τον παίρνουν μαζί τους στην ζούγκλα. Ο βαρβάτος κόκορας συνεχίζει και εκεί τα ίδια: Πηδάει ασταμάτητα τίγρεις, ελέφαντες, λιοντάρια, ύαινες κλπ. Δεν πηδάει μόνο μια ζέμπρα που ανεβαίνει επάνω της, κάτι της λέει στο αυτί και φεύγει. Περίεργοι οι ειδικοί, αφού είδαν αυτό να επαναλαμβάνεται 2-3 φορές, τοποθετούν ένα κοριό (μικρόφωνο) στο αυτί της ζέμπρας και την επόμενη φορά που ο κόκορας ανεβαίνει επάνω της, ακούν: – που θα πάει βρε πούστη γάιδαρε, δεν θα βγάλεις τις πιτζάμες να σε πηδήξω;
Μια μέρα μπαίνει ένας γάιδαρος μέσα σε ένα μπαρ και φαινόταν πολύ στεναχωρημένος. Ζητάει ένα ποτό το πίνει και αρχίζει να κλαίει. Έκλαιγε μια ώρα, δυο ώρες, τρεις ώρες και δεν σταματούσε. Τα παίρνει ο μπάρμαν και αρχίζει να τον παρακαλάει, βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, δεν πειράζει, κάνε κουράγιο, ότι κι αν είναι θα περάσει, τίποτε αυτός. Αφού τα δοκίμασε όλα ο μπάρμαν, λέει στους πελάτες πως όποιος κάνει το γάιδαρο να σταματήσει να κλαίει θα του δώσει 50 χιλιάρικα. Σηκώνεται τότε ένας, πλησιάζει τον γάιδαρο, του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί και αυτός ξεκαρδίζεται στα γέλια. Δίνει ο μπάρμαν τα πενήντα χιλιάρικα στον πελάτη. Ο γάιδαρος όμως συνέχισε να γελάει και δεν σταματούσε με τίποτα. Μετά από καμιά ώρα και αφού τα είχε πάρει άγρια ο μπάρμαν, ξαναφωνάζει στους πελάτες πως όποιος κάνει το γάιδαρο να σταματήσει να γελάει θα έχει άλλα πενήντα. Ξανασηκώνεται ο ίδιος πελάτης, ψιθυρίζει κάτι στο αυτί του γαϊδάρου και βγαίνουν έξω από το μπαρ. Μετά από λίγα λεπτά μπαίνουν μέσα και ο γάιδαρος ξαναρχίζει να κλαίει. Αγανακτισμένος ο μπάρμαν δίνει τα λεφτά στον πελάτη αλλά τον ρωτάει τι είπε στο γάιδαρο και τον έκανε στην αρχή να γελάει και μετά να κλαίει. Οπότε του λέει ο πελάτης: Στην αρχή του είπα πως τον έχω μεγαλύτερο από τον δικό του. Και μετά; ρωτάει ο μπάρμαν. Και μετά του τον έδειξα.
Από τότε που μάθανε να τρέχουνε πιο γρήγορα απο τον τσοπάνη.