Τα 80’s ήταν ωραίες εποχές
Τα 80’s ήταν ωραίες εποχές.
Δεν χρειαζοταν να πεις κάτι αστείο για να γελάσουν οι άλλοι, απλά ντυνόσουν.
Τα 80’s ήταν ωραίες εποχές.
Δεν χρειαζοταν να πεις κάτι αστείο για να γελάσουν οι άλλοι, απλά ντυνόσουν.
– Ωραία παπούτσια, καινούργια είναι;
– Όχι, τα εχω για γυμναστική.
– Αφόρετα μου φαίνονται…
– Το ίδιο λεμε.
– Ρε φίλε με είπε κάγκουρα!
– Και εσύ τι έκανες;
– Τι να κάνω, έβαλα τέρμα τη μουσική, κάρφωσα τη πρώτη και έφυγα με παντιλίκια…
– Εισαι γουρούνι και αναίσθητος! Τόση ωρα τσακωνόμαστε και εσύ χασμουριέσαι;;;
– Δεν χασμουριέμαι…να μιλήσω προσπαθώ…
Ο διευθυντής του τρελοκομείου συγκεντρώνει τους τρόφιμους και τους λέει :
– Τρελοί!
Φωνές και ουρλιαχτά από το πλήθος.
– Σας ανακοινώνω ότι σας βάλαμε πισίνα.
Ζητοκραυγές από το πλήθος. Ευχαριστημένοι όλοι άρχισαν να παίζουν στην πισίνα. Την επόμενη μέρα ο διευθυντής τους μαζεύει πάλι και τους λέει :
– Τρελοί!
Ζητοκραυγές και χαλασμός από το πλήθος.
– Αύριο θα σας βάλουμε και νερό στην πισίνα!
Είναι τρεις μεξικανοί έξω από ένα μπαρ και λιάζονται.
Ξαφνικά περνάει ένα όχημα με μεγάλη ταχύτητα από μπροστά τους. Μετά από μισή ώρα ο πρώτος μεξικανός λέει στους άλλους δύο :
– Ρε εσείς τι ήταν αυτό που πέρασε τόσο γρήγορα;
Μετά από μία ώρα απαντάει ο δεύτερος :
– Δεν ξέρω.
Μετά από δύο ώρες απαντάει και ο τρίτος :
– Ρε σεις άμα έχετε όρεξη για κουβεντούλα να σηκωθώ να φύγω!
Ο Τοτός περπατούσε στο δρόμο παρέα με τη γιαγιά του . Ξαφνικά βρίσκει στο δρόμο ένα πεντάευρω και λέει στη γιαγιά του :
– Να το πάρω γιαγιά;
– Ό τι βρίσκουμε στο δρόμο δεν το μαζεύουμε Τοτέ, του λέει η γιαγιά.
Λίγο πιο κάτω βρίσκει ένα δεκάευρω.
– Να το πάρω γιαγιά;
– Ότι βρίσκουμε στο δρόμο δεν το μαζεύουμε, ξαναλέει η γιαγιά .
Λίγο πιο κάτω σκοντάφτει η γιαγιά, πέφτει και λέει :
– Τοτό , σήκωσε με σε παρακαλώ!
Και ο Τοτός της λέει :
– Ότι βρίσκουμε στο δρόμο δεν το μαζεύουμε, γιαγιά!
Ρωτάει ο Γιαννάκης τον Τοτό :
– Ότι ημέρα και να περάσω από το σπίτι σου, βλέπω τον παππού σου να στέκεται έξω στο μπαλκόνι. Δεν κουράζεται τόση ώρα όρθιος;
– Όχι, επειδή τον έχουμε βαλσαμώσει για να περνάει ο ταχυδρόμος και να του αφήνει την σύνταξη!
Ξημερώματα, δύο μεθυσμένοι φίλοι επιστρέφουν στο ξενοδοχείο. Φτάνουν με δυσκολία στο δωμάτιό τους και ο ένας βγάζει το κλειδί για να ανοίξει την πόρτα.
– Βρε συ! του λέει ο άλλος. Αυτό είναι το κλειδί του αυτοκινήτου!
– Πω πω! Καλά που δεν πήρε μπρος να μας σκοτώσει!
Ήταν η μπεσαμέλ, τα μακαρόνια και ο κιμάς.
Πάνε σε ένα μπαρ και λέει ο μπάρμαν :
– Καλά ρε παστίτσιο πάλι μόνος ήρθες;