Το μεγάλο φιλοδώρημα!!!
– «Γιατί έδωσες τόσο μεγάλο φιλοδώρημα στην κοπέλα της γκαρνταρόμπας;», ρωτά παραξενευμένος ο ένας φίλος στον άλλο, καθώς φεύγουν από μια δεξίωση. Και εκείνος απαντά: – «Μα δεν πρόσεξες πόσο ακριβό… Παλτό μου έφερε;»
– «Γιατί έδωσες τόσο μεγάλο φιλοδώρημα στην κοπέλα της γκαρνταρόμπας;», ρωτά παραξενευμένος ο ένας φίλος στον άλλο, καθώς φεύγουν από μια δεξίωση. Και εκείνος απαντά: – «Μα δεν πρόσεξες πόσο ακριβό… Παλτό μου έφερε;»
Μια φορά ήταν ένα παιδί και είδε στο όνειρό του το μαύρο βελούδο. πάει στη μητέρα του και λέει :- Μαμά , είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .- Τι , το μαύρο βελούδο ;Τον πλακώνει στο ξύλο .Μετά , πάει στον πατέρα του και λέει :- Μπαμπά , είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .- Τι , το μαύρο βελούδο ; Είσαι σίγουρος ;- Ναι .Τον πλακώνει στο ξύλο και τον διώχνουν από το σπίτι . Καθώς βγαίνει έξω , συναντάει έναν αστυνόμο και του λέει :- Κύριε αστυνόμε , είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .- Τι , το μαύρο βελούδο ;Τον πλακώνει στο ξύλο και τον πάει στο τμήμα . Εκεί, ο ταξίαρχος τον ρωτάει :- Γιατί ήρθες εδώ ;- Γιατί είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .- Τι , το μαύρο βελούδο ; Γρήγορα στο δικαστήριο .Πάει , λοιπόν , στο δικαστήριο και του λέει ο δικαστής :- Γιατί ήρθες εδώ, παιδί μου ;- Γιατί είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .- Τι , το μαύρο βελούδο ;Γρήγορα στη φυλακή για δέκα χρόνια . Μετά από δέκα χρόνια , βγαίνει από την φυλακή και συναντάει ένα φίλο του και τον ρωτάει ( ο φίλος του ) :- Γιατί μπήκες στη φυλακή ;- Γιατί είδα στο όνειρό μου το μαύρο βελούδο .- Τι , το μαύρο βελούδο ;( Αλλά επειδή ήταν προετοιμασμένος για το ξύλο που θα έτρωγε , άρχισε να τρέχει ) .καθώς έτρεχε με πολύ μεγάλη ταχύτητα , κοιτάει πίσω αν τον ακολουθούσε ο φίλος του . Αλλά δεν είδε μια λακκούβα μπροστά του , σκοντάφτει , πέφτει και σπάει τα μούτρα του .- Τι συμπεραίνουμε ;- Τι .- Πως όποιος βιάζεται , σκοντάφτει
Ήταν ο Μπόμπος που πετούσε πέτρες σε έναν γέρο. Του λέει ο γέρος: – «Τώρα θα σου μάθω εγώ να μου πετάς εσύ πέτρες.» Και του απαντάει ο Μπόμπος: – «Αντε ντε, μάθε μου γιατί ως τώρα δε σε πέτυχε καμία!»
Μια φορά ήθελε ένας να πάει να κυνηγήσει αρκούδες, αλλά δεν ήξερε πως. Πάει στο φίλο του που ήταν κυνηγός να τον ρωτήσει. «Αρκούδες;», απαντάει αυτός «είναι το πιο εύκολο πράγμα.» «θα πάρεις την καραμπίνα σου, θα την αράξεις έξω από μια σπηλιά και θα φωνάξεις μέσα «ου……», εάν ακούσεις το ίδιο από μέσα, θα ξαναφωνάξεις μέσα δεύτερη φορά..»ου….». Εάν ξανακούσεις δεύτερη φορά το ίδιο θα ξαναφωνάξεις για τρίτη φορά. Εάν το ξανακούσεις, άδειασε την καραμπίνα σου μέσα στη σπηλιά και πήγαινε πάρε την αρκούδα. θα είναι σίγουρα μέσα.» Αφού πήρε τις πληροφορίες του αυτός φεύγει. Μετά από μία βδομάδα, μαθαίνει ο φίλος του ο κυνηγός, ότι ο φίλος του βρίσκεται στο νοσοκομείο με σπασμένα χέρια, πόδια, πλευρά κλπ. Έτσι αποφάσισε να πάει να τον δει. – «Καλά, τι έπαθες;», τον ρωτά. – «Κοίτα να δεις», του λέει. «Βρήκα μια ωραία σπηλιά και την άραξα απ έξω.» «Φωνάζω μέσα ου…… και ακούω από μακριά ου…. οπότε ξαναφωνάζω μέσα ¨ου…¨και ξανακούω από μέσα ου… φωνάζω λοιπόν και τρίτη φορά ου…….» – «Και τι έγινε;» τον ρωτά ο φίλος του. – «Με πάτησε το τρένο…», του απαντά!
Χειμώνας ,κρύο, χιόνι.Μπαίνει στο εστιατόριο ο κύριος και ξεχνά να κλείσει την πόρτα.Πηγαίνοντας προς την κουζίνα να παραγγείλει τον παρατηρεί ένας πελάτης:- Συγνώμη κύριε. Μπορείτε να κλείσετε την πόρτα γιατί κάνει πολύ κρύο έξω;Γυρίζει ο κύριος , κλείνει την πόρτα και καθώς περνά πάλι μπροστά από τον πελάτη τον παρατηρεί:- Και τώρα που έκλεισα την πόρτα , νομίζετε ότι κάνει λιγότερο κρύο έξω;
Περπατούσε μια γριούλα στο δρόμο με τη τσάντα της στο χέρι. Ξαφνικά εκεί που προχωρούσε η καημένη στο δρόμο της, βγαίνει ένας τσαντάκιας και της βουτάει τη τσάντα, με όλα της τα λεφτά μέσα. Όμως, ο τσαντάκιας δεν προλαβαίνει να κάνει ένα βήμα και πετάγεται από ένα θάμνο εκεί δίπλα ένας πράσινος μασκοφόρος και με ένα αριστερό κροσέ, τον σωριάζει κάτω και δίνει τη τσάντα στη γριούλα. Τότε η γριούλα αρχίζει να τον ευλογεί: – «Ευχαριστώ παιδάκι μου. Να `σαι καλά. Πες μου το όνομα σου καλέ μου άνθρωπε.» – «Με λένε Χελωνονιτζάκι, γιαγιούλα.» – «Α, ωραία. Και εγώ από την Κρήτη είμαι σύντεκνε.»
Λέει ο ασθενής στο γιατρό του: – «Γιατρέ, γιατί οπότε πίνω τσάι με πονάει το μάτι μου;» Ο γιατρός απαντά: – «Έχεις δοκιμάσει να βγάλεις το κουταλάκι;»
Ήταν ένας άνδρας που νόμιζε ότι ήταν σκύλος. Πάει λοιπόν στο γιατρό για να τον βοηθήσει να το ξεπεράσει και να καταλάβει επιτέλους πως ήταν άνθρωπός. Του λέει ο γιατρός: – «Από πότε νομίζετε ότι είστε σκύλος;» Και ο ασθενής: – «Από όταν ήμουν κουτάβι γιατρέ!»
Ήταν μια φορά ένα άτομο που πήγε και αγόρασε μια φεράρι. Βγαίνει λοιπόν σε ένα περιφερειακό δρόμο για να δοκιμάσει τα γκάζια της. Βάζει 1η ταχύτητα και πηγαίνει με 60 χιλιόμετρα. Ξαφνικά βλέπει ένα κοτοπουλάκι να τον προσπερνά. – «Ε ρε ξεφτίλα!», σκέφτεται. Κατεβάζει δευτέρα με 100 χιλιόμετρα την ώρα και το προσπερνά. Μετά από λίγο βλέπει το κοτόπουλο να τον ξαναπροσπερνά. – «Ε τι ξεφτίλα είναι αυτή; Με περνούν και τα κοτόπουλα;;» Το σανιδώνει λοιπόν το αμάξι και προσπερνά το κοτόπουλο. Εκεί λοιπόν που έτρεχε με 300 βλέπει πάλι το κοτοπουλάκι να τον ξαναπροσπερνά. -«Αμάν πια! θα το ακολουθήσω να δω τι γίνεται», σκέφτεται. Το ακολουθεί λοιπόν το κοτόπουλο και βλέπει ότι πηγαίνει από ένα χωματόδρομο και μπαίνει σε ένα κοτέτσι. Πηγαίνει λοιπόν στον ιδιοκτήτη και του λέει: – Πολύ γρήγορα τα κοτόπουλά σας! – Ναι, πράγματι είναι γρήγορα του λέει! – Τουλάχιστον είναι και νόστιμα; – Μήπως πιάσαμε και κανένα; απαντά ο ιδιοκτήτης.
Τι έγινε όταν το κοριτσάκι κοιμήθηκε με το κεφάλι κάτω από το μαξιλάρι; Η καλή νεράιδα της πήρε όλα τα δόντια