Ήταν ένας βοσκός και είχε μια στάνη. Κάποτε αγόρασε ένα γουρουνάκι και το μεγάλωνε με μεγάλη αγάπη. Όταν όμως έφτασε ο καιρός να το σφάξει το λυπότανε. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να το αφήσει ελεύθερο. Το πάει και το αφήνει στα εκατό μέτρα από τη στάνη, γυρίζει πίσω και το γουρουνάκι ήταν εκεί. Το πάει στα πεντακόσια μέτρα, γυρνάει, το γουρουνάκι πάλι εκεί. Το πάει στο ένα χιλιόμετρο, γυρνάει, το γουρουνάκι πάλι εκεί. Το πάει κάτω στην πόλη, το αφήνει, γυρνάει, και πάλι εκεί το γουρουνάκι. Το πάει στο αεροδρόμιο το βάζει σε ένα αεροπλάνο, το αεροπλάνο φεύγει, γυρνάει πίσω πουθενά το γουρουνάκι. Πέφτει σύρμα ότι ο Ρίκι Μάρτινθα έρθει στην Ελλάδα. Το μαθαίνει όλος ο κόσμος και γίνετε μια κοσμοσυρροή στο αεροδρόμιο. Πανό, συνθήματα, κοπέλες να φωνάζουν Ρίκι- Ρίκι, τις κακομοίρας. Φτάνει το αεροπλάνο, ανοίγει η πόρτα και βγάνει ο Τόνυ Μπλερ. Απογοητεύεται ο κόσμος και φεύγει. Την δεύτερη μέρα το ψιλολένε και τα ραδιόφωνα, μαζεύεται πιο πολύς κόσμος, πάλι πανό, πάλι συνθήματα, φτάνει το αεροπλάνο ανοίγει η πόρτα και βγαίνει ο Σαντάμ Χουσεΐν. Τσαντίλες από τον κόσμο, πετιούνται ντομάτες, τέλος πάντων φεύγουν πάλι. Την τρίτη μέρα, έχει ανακοινωθεί παντού πια, κανάλια τηλεόρασης, ραδιοφωνικοί σταθμοί, εφημερίδες, όλοι το λένε και το ξαναλένε. Λαός λοιπόν και πάλι στο αεροδρόμιο, πιο πολύς αυτή τη φορά, πανό, βεγγαλικά, συνθήματα, φωτοβολίδες, κον φετί, ένας πανικός. Φτάνει το αεροπλάνο, προσγειώνεται, ανοίγει η πόρτα και βγαίνει το γουρουνάκι.