Ο Μαραντόνα
Ο Μαραντόνα πεθαίνει και πάει στον Παράδεισο. Τον υποδέχεται ο Αγιος Πέτρος και του λέει: – Έλα γρήγορα να αλλάξεις γιατί χάνουμε απ` την κόλαση με 2-0!
Ο Μαραντόνα πεθαίνει και πάει στον Παράδεισο. Τον υποδέχεται ο Αγιος Πέτρος και του λέει: – Έλα γρήγορα να αλλάξεις γιατί χάνουμε απ` την κόλαση με 2-0!
Κάποιος μπαίνει βιαστικά σ` ένα μανάβικο και λέει: – «θέλω δυο κιλά πιπεριές.» Ο μανάβης τον ρωτάει: – «Πράσινες ή κόκκινες θέλεις;» Τότε ο πελάτης γυρίζει και του λέει: – «Δεν έχει σημασία, το χρώμα. Ξέρετε, πάσχω από αχρωματοψία.»
Ένα αντρόγυνο ήθελε να βαφτίσει το παιδί του. Η γυναίκα ήθελε Λουκά, και ο άντρας, Νίκο. Για να μην τσακωθούν το βάφτισαν ΛΟΥΚΑΝΙΚΟ.
Όλοι στράφηκαν και την κοίταξαν την όμορφη κοκκινομάλλα, που μπήκε στο πάρτι μεταμφιεσμένων τσίτσιδη, όπως την έκανε η μανούλα της. Ο οικοδεσπότης πάει προς το μέρος της και τη ρωτάει: – Πού είναι το κουστούμι σας; – Αυτό είναι, του απαντάει. – Και σε τι έχετε μεταμφιεστεί; ξαναρωτάει ο μπερδεμένος οικοδεσπότης. – Σε Αδάμ! του απαντάει η κοκκινομάλλα. – Σε Αδάμ; βάζει τις φωνές αυτός. Μα δεν έχετε πέος! – Ε, μα μόλις έφτασα, λέει αυτή. Δώσε μου 5 λεπτά και θα δεις.
Ο λόγος περί βλήτων… Όταν διαφημισθούν πολύ τι γίνονται; Λαοπρόβλητα Πριν γίνουν βλήτα τι ήταν; Προβλήτα Τα βλήτα μετά τι γίνονται; Μεταβλητά Τα καλύτερα από αυτά πώς λέγονται; Ευμετάβλητα Από τα βλήτα τι παίρνουμε; Απόβλητα.
Μια φορά ήταν ένας λεπρός κι ένας μεθύστακας στο ίδιο κελί στην φυλακή. Ο λεπρός συνέχεια ξυνόταν και μια του έφευγε το ένα αυτί, την άλλη το ένα πόδι, την άλλη το ένα χέρι κλπ. Ο άλλος λοιπόν, κάποια στιγμή, τύφλα στο μεθύσι του λέει: – Τι έγινε ρε φίλε; Την κοπανάμε σιγά σιγά από τη φυλακή;
Δυο φίλοι ταξιτζήδες, ο ένας Αθηναίος και ο άλλος Λαρισαίος, συζητούσαν τι κόλπα κάνουν στην πόλη τους. Κάποια στιγμή πηγαίνει στη Λάρισα ο Α8ηναίος και όπως συζητούσαν λέει ο Αθηναίος στον άλλον: «Τα δικά μας ταξί στην Αθήνα πετάνε». Πέρασε κάποιος καιρός και έφτασε η στιγμή που πήγε ο Λαρισαίος στην Αθήνα στο σταθμό Λαρίσης. Παίρνει από εκεί ένα ταξί. – «Που πάμε;», ρωτά ο ταξιτζής. – «Συγγρού», απαντά ο Λαρισαίος . – «Σε ποιο ύψος;», ρωτά ο Αθηναίος ταξιτζής. – «Ασε της βλακείες και πέτα χαμηλά», ανταπαντά ο Λαρισαίος!
Ένα πολύ μικρό αυτοκίνητο, σταματά σε ένα βενζινάδικο. Ο οδηγός ζητάει από τον υπάλληλο να του βάλει μια κουταλιά της σούπας βενζίνη και ένα κουταλάκι του γλυκού λάδι. Τότε ο υπάλληλος γυρίζει και του λέει: – «Μήπως θα θέλατε να βήξω για να σας βάλω αέρα και στα λάστιχα»;
Ένα πρωί πλησιάζει στο συνοριακό φυλάκιο της Κακαβιάς ένας τύπος καβάλα σε ένα ποδήλατο. Στους ώμους του κρέμονται δύο σάκοι. – «Επ, που πας εσύ», τον ρωτάει με καχυποψία ο φύλακας. «Τι έχεις μέσα στους σάκους;» – «Αμμο», απαντάει ο τύπος. – «Τι άμμο και μαλακίες μου λες. Χθεσινός είμαι; Κατέβα αμέσως για έλεγχο.» Κατεβαίνει αυτός και αρχίζει να ψάχνει ο τελωνιακός μέσα στην άμμο. Μετά από δύο ώρες ψαξίματος δε βρίσκει τίποτα και αφήνει τον τύπο να περάσει. Την άλλη μέρα το πρωί η ίδια δουλειά. Ο τύπος με το ποδήλατο πλησιάζει, το σταματάει ο τελωνιακός, του παίρνει τους σάκους και μετά από τέσσερεις ώρες επίμονου ψαξίματος τον αφήνει να περάσει. Την τρίτη μέρα να σου πάλι ο τύπος, καβάλα στο ποδήλατο με τους δύο σάκους να κρέμονται στου ώμους του. – «Ρε γαμώτο, πάλι εσύ; Τι θα γίνει με την περίπτωση σου; λέγε τι κουβαλάς μέσα στους σάκους.» – «Αμμο.» – «Καλάααα… Κατέβα για έλεγχο.» Έξι ώρες παιδευόταν ο τελωνιακός. Εξέτασε την άμμο κόκκο προς κόκκο αλλά τίποτα. Επί έξι μήνες, κάθε πρωί ο τύπος ερχότανε, έπινε τον καφέ του όσο ο τελωνιακός ξεσκιζότανε να βρει κάτι μέσα στην άμμο και πέρναγε απέναντι καβάλα στο ποδηλατάκι του με τους δυο σάκους άμμο. Μέχρι στο χημείο του κράτους είχε στείλει την άμμο ο τελωνιακός μπας και βρει τίποτα ύποπτο αλλά τίποτα. Κόντευε να τρελαθεί. Ένα πρωί δεν άντεξε και του λέει: – «Ακου να δεις φίλε, δεν αντέχω να σε ψάχνω άλλο. Θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά, κι εγώ σου υπόσχομαι ότι ούτε θα σε συλλάβω, ούτε θα σε πειράξω, ούτε τίποτα.» – «Εντάξει.» – «Κάνεις λαθρεμπόριο;» – «Κάνω.» – «Και τι διάολο βγάζεις λαθραία απ` τη χώρα τόσο καιρό;» – «Ποδήλατα.»
Μια φορά ένας μεθυσμένος περπάταγε στο δρόμο. Ξαφνικά ένας αστυνομικός το σταματάει για αλκοτέστ. Τροχονόμος: «Περπατά επάνω στην κίτρινη γραμμή.» Μεθυσμένος: «Ποια από τις δύο;»