Για αγορά γυαλιών
Πάει κάποιος σε ένα κατάστημα οπτικών: Αγοραστής: θα ήθελα ένα ζευγάρι γυαλιά. Οπτικός: Για τον ήλιο; Αγοραστής: Όχι για μένα.
Πάει κάποιος σε ένα κατάστημα οπτικών: Αγοραστής: θα ήθελα ένα ζευγάρι γυαλιά. Οπτικός: Για τον ήλιο; Αγοραστής: Όχι για μένα.
Μια νεκροφόρα μετέφερε μόνη της ένα φέρετρο στο νεκροταφείο. Καθώς ήταν σε μια ανηφόρα, ήταν και χωματόδρομος, ανοίγει απο τα πολλά τραντάγματα η πόρτα χωρίς να καταλάβει τίποτα ο οδηγός (ήταν μεθυσμένος βλέπετε). Το φέρετρο βγαίνει έξω και αρχίζει να κυλάει στην κατηφόρα. Καθώς κύλαγε, σε μια στιγμή σπάει και αρχίζει να κυλάει ο νεκρός από μόνος του. Καθώς κυλούσε χτυπά και σταματά πάνω σε έναν θάμνο. Βλέπει ένας κυνηγός το θάμνο να κουνιέται, το περνά για λαγό και το γαζώνει στις σφαίρες. Βλέπει ότι είναι άνθρωπος και πανικοβάλλεται. Μην ξέροντας τι να κάνει το πετάει στην μέση της εθνικής οδού. Μετά από λίγο το βλέπει ένας οδηγός, πατάει τελευταία στιγμή το φρένο αλλά έτρεχε πολύ, δεν προλαβαίνει να σταματήσει και το πατάει. Πανικόβλητος το παίρνει και το πετάει στην θάλασσα. Το κύμα το πηγαίνει στα ανοιχτά, περνάει ένα σκάφος και το κόβει στα δύο. Πιο ψύχραιμος ο οδηγός του σκάφους παίρνει τα δύο κομμάτια και τα πηγαίνει σ ένα νοσοκομείο. Τα κομμάτια τα παίρνει ένας ειδικός για αυτές τις περιπτώσεις χειρούργος και το βάζει κατευθείαν για εγχείρηση. Ο οδηγός του σκάφους κάθεται και περιμένει απ έξω γεμάτος αγωνία. Μετά από πέντε ώρες συνεχούς εγχείρησης βγαίνει ο χειρούργος και του λέει: – Λυπάμαι πολύ. Εάν τον είχατε φέρει πριν … 5 λεπτά θα τον είχαμε σώσει!
Κάπου στα Χανιά, η Αντωνία, παίρνει τηλέφωνο τη Μαρία. Μετά από μια ώρα και κάτι, αποφασίζουν οι δύο φίλες να κλείσουν το τηλέφωνο. Η Αντωνία, η οποία ήταν η μόνη που μιλούσε όλη αυτή την ώρα, κλείνοντας το τηλέφωνο και κατεβάζοντας το ακουστικό, λέει: – «Αχ, πόνεσε το αυτί μου!»
Ήταν ένας Έλληνας ένας Γερμανός και ένας αμερικάνος. Εκεί που μιλούσαν όμορφα και ωραία βλέπουν τον Αμερικάνο να μιλάει μόνος του. Τα παίζει ο Έλληνας και ο Γερμανός. Μόλις τελειώνει ο αμερικάνος τον ρωτά ο Έλληνας: – Ρε Αμερικάνε τι έκανες; – Να ρε Έλληνα, έχω ένα ακουστικό στο αυτί μου και ένα μικρόφωνο στο στόμα μου και μιλάω με την γυναίκα μου, λέει ο αμερικάνος. Αργότερα βλέπουν το Γερμανό να μιλάει στα δάχτυλα του και μόλις τελειώνει τον ρωτούν: – Ρε σι τι έκανες εκεί τόση ώρα; – Να έβαλα ένα μικρόφωνο στο μικρό μου δάκτυλο και ένα ακουστικό στο μεγάλο και μιλάω με την κοπέλα μου. Σε μια στιγμή εκεί που μιλούσαν ακούγεται ένας μεγάλος κρότος από την μεριά του Έλληνα. – Τι έγινε; ρωτούν τον Έλληνα. – Να ρε παιδιά μόλις μου έστειλαν ένα fax, απαντά ο Έλληνας.
Κάποτε έγινε γενική επιστράτευση όλων των ζώων. Συζητούν ένας λαγός μια αρσενική αλεπού και ένας αρκούδος για το πώς θα αποφύγουν την στράτευσή τους. Αποφασίζουν ο μεν λαγός να κόψει τα αφτιά του, η αλεπού την ουρά της και ο αρκούδος (μια και δεν είχε τίποτα που να είναι χαρακτηριστικό για να κόψει) έκοψε τα γεννητικά του όργανα. Παρουσιάζονται έξω από το στρατόπεδο και μπαίνει πρώτος ο λαγός. Τον βλέπουν με κομμένα τα αυτιά και τον ξαποστέλνουν. Λαγός-φαντάρος χωρίς αυτιά δεν γίνεται. Μπαίνει η αλεπού το ίδιο. Χωρίς ουρά αλεπού-φαντάρος γίνεται; Την ώρα που πάει να μπει και ο αρκούδος ακούγεται μια φωνή: Πού πας ρε βλάκα με τέτοια πλατυποδία; Έχεις την εντύπωση ότι θα σε πάρουμε φαντάρο;
Μια γυναίκα παραπονιέται στον άντρα της. – «Μόνο το ποδόσφαιρο σ` ενδιαφέρει.» – «Μα γιατί το λες αυτό αγάπη μου; Εγώ που σε λατρεύω!» – «Ναι καλά… Στοιχηματίζω ότι ούτε την ημερομηνία γάμου μας δε θυμάσαι!» – «Μα τι λες τώρα! ήταν τη μέρα που ο ΠΑΟ νίκησε τον Ολυμπιακό 2-1 στην παράταση!»
– Βρε γαμώτο γιατί βρωμάει το στόμα μου?- Μήπως έχεις κανένα σάπιο δόντι.- Όχι, μόνο μια γέφυρα έχω.- Ε! αυτό είναι !!- Ποιο.- Κάποιος έχει χέσει κάτω από τη γέφυρα.
Στις 9 το πρωί, τηλεφωνεί ένας κεκές στο αστυνομικό τμήμα: – «Βββρρρήκα ένννα ψψψψόφφιο άααλογο στττην οδόο Παπα. ., Παπα.., Παπα..» Πρόθυμος ο αξιωματικός υπηρεσίας, προσπαθεί να βοηθήσει: – «Παπάγου; Παπαφλέσσα; Παπάφη;» – «Όόχχι… Παπα…, Παπα…, Παπα…, Φτού!» και κλείνει. Σε μια ώρα, ξαναπαίρνει και αρχίζει τα ίδια: – «Βββρρρήκα ένα ψψψόφφιο άααλογο σττην οδόο Παπα. ., Παπα. ., Παπα…, έλα, Παπα…» Και πάλι τίποτα. Πρόθυμος, αλλά χάνοντας την υπομονή του ο αξιωματικός, δομικάζει πάλι: – «Παπάγου; Παπαφλέσσα; Παπάφη;» – «Όόχχι ππάλι! Παπα…, Παπα…, Παπα… Φτού!» και ξανακλείνει. Σε πέντε ώρες ξαναχτυπάει το τηλέφωνο: – «Βββρρρήκα ένννα ψψψψόφφιο άααλογο στττην οδόο Παπα. ., Παπα. ., Παπα. .» Έχοντας εξανλήσει την υπομονή του ο αστυνομικός, αλλά θέλοντας και να φανεί ευγενικός, προσπαθεί. . – «Παπάγου; Παπαφλέσσα; Παπάφη;» – «Μπρράβο! Εκεί το ππήγα τώρα!»