Γιατί ο Κύκλωπας σκότωσε την γυναίκα του;
Γιατί, όταν γύρισε από το κυνήγι του είπε: – «Καλώς τα μάτια μου τα δυο.»
Γιατί, όταν γύρισε από το κυνήγι του είπε: – «Καλώς τα μάτια μου τα δυο.»
Γιατί οι ανύπαντρες γυρνάνε το βράδυ σπίτι, βλέπουν τι έχει στο ψυγείο και πηγαίνουν κατευθείαν στο κρεβάτι, ενώ οι παντρεμένες γυρνάνε σπίτι βλέπουν τι έχει στο κρεβάτι και πηγαίνουν κατευθείαν στο ψυγείο.
Γιατί νομίζουν πως στο τέλος παντρεύονται!
Διότι πρώτα κάνουμε τα πειράματα και μετά τα δημιουργήματα.
Για να προλάβει να πει κάτι κι αυτός…
Ο Γιάννης κι η Ελένη παντρεύτηκαν πρόσφατα από κεραυνοβόλο έρωτα κι είναι ακόμα μες τα σιρόπια.Όμως ο Γιάννης έχει αρχίσει να πεθυμάει και τις μπαρότσαρκες που έβγαινε με τους φίλους του.Οπότε ένα βράδυ λέει στη Ελένη :- Ξέρεις πιτσουνάκι μου, έλεγα να πήγαινα με το Αντωνάκη και τον Κώστα για καμία μπύρα ..Κι η Ελένη :- Μπύρα θέλει το σπουργιτάκι μου ;Ορίστε, διάλεξε ποια προτιμάς !Kι ανοίγει το ψυγείο και νάσου μέσα καμμιά δεκαριά είδη μπύρες ελληνικές και ξένες .- Ναι, αλλά βρε καρδουλίτσα μου, στο μπαρ με την μπύρα μας τρώμε και κάτι .- Μεζεδάκι θέλει το σουτζουκάκι μου ;Ορίστε, διάλεξε τι προτιμάς !Και του παρουσιάζει ένα δίσκο γεμάτο μεζέδες να σου πέφτουνε τα σάλια, τι καπνιστά, τι σολομούς, τι χαβιάρια, τι όλα τα είδη τυριών, τι τα καλύτερα είδη αλλαντικών ……Κόκαλο ο Γιάννης .- Ναι, αλλά βρε γλυκουλίνι μου , στο μπαρ τη μπύρα την πίνουμε σε παγωμένα ποτήρια.- Παγωμένο ποτήρι θέλει το μελομακαρονάκι μου;Ορίστε , διάλεξε ποιο προτιμάς !Kι ανοίγει την κατάψυξη και να σου όλα τα είδη ποτηριών μπύρας παγωμένα! – Ναι , αλλά βρε κατσαριδάκι μου στο μπαρ όταν πίνουμε τη μπύρα μας λέμε και καμία βρωμοκουβέντα !- Βρωμοκουβέντες θέλει το μπακλαβαδάκι μου ;Πιές λοιπόν τη γα****νη τη μπύρα σου, φάε τους γα****νους μεζέδες σου και κόψε τις μ*****ες γιατί δεν πρόκειται να πας πουθενά . Το πιασες καρ***λη;
Ένας μεσήλικας κύριος μπαίνει φουριόζος στο παντοπωλείο της γειτονιάς του: – Θα ήθελα κεράκια για την τούρτα γενεθλίων της γυναίκας μου. – Πόσα κεράκια θα θέλατε; – Τριάντα, όπως πάντα.
Ήταν ένας δημοσιογράφος και πήγε σε ένα ορεινό χωριό. μόλις έφτασε στο χωριό ρωτάει έναν περαστικό : – «Έχω ακούσει ότι ζει εδώ ένας γέρος 120 χρονών. Είναι αλήθεια;» – «Ναι αλλά σπάνια μπορείς να τον βρεις.» – «Γιατί; Επειδή μήπως ζει στο βουνό;» – «Όχι επειδή δεν τον αφήνει να βγει έξω ο πατέρας του.»
Δύο φίλοι συναντώνται μετά από χρόνια και εξομολογούνται μεταξύ τους: – Η γυναίκα μου θέλει να έχει πάντα την τελευταία λέξη. – Πάλι καλά, να είσαι ευτυχισμένος. Η δική μου θέλει να έχει και την τελευταία μου δραχμή