Ήταν τρεις Πόντιοι και έτρεχαν να σωθούν από τρεις Γερμανούς. Ξαφνικά εκεί που έτρεχαν, βλέπουν μπροστά τους ένα πηγάδι. – «Γρήγορα να μπούμε μέσα να κρυφτούμε», λένε, και μπαίνουν. Μετά από κανένα 5λεπτο έρχονται και οι Γερμανοί και κάθονται πάνω από το πηγάδι. – «Ωχ!» λένε οι Πόντιοι. – «Τώρα την κάτσαμε. Για να μην μας καταλάβουν, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ακούμε τι θα λένε και να κάνουμε την ηχώ. Έτσι θα πιστεύσουν ότι το πηγάδι είναι άδειο.» Συμφωνούνε τελικά να το κάνουνε. Αρχίζει λοιπόν να μιλάει ο πρώτος Γερμανός. – «Πού να πήγαινε; Μήπως πήγαν ...
Read more
Δύο Πόντιοι ανεβαίνουν ένα βουνό με το αυτοκίνητο, αλλά κατά περίεργο τρόπο, ανεβαίνουν με την όπισθεν. Καθώς ανεβαίνουν, τους σταματάει κάποιος δασοφύλακας, όπου έκπληκτος ρωτάει τον οδηγό: – «Συγνώμη, να σε ρωτήσω κάτι; Γιατί ανεβαίνεις το βουνό με την όπισθεν;» Και άνετος ο οδηγός απαντάει: – «Πάω έτσι, γιατί ο δρόμος είναι πολύ στενός και μετά δεν θα βρω χώρο να το γυρίσω!» – «Μωρέ μπράβο!!!», απαντάει ο δασοφύλακας και φεύγει κουνώντας το κεφάλι. Σε κάμποση ώρα, οι δύο Πόντιοι κατεβαίνουν το βουνό, αλλά πάλι με την όπισθεν. Τους ξανασταματάει λοιπόν ο δασοφύλακας και τους ρωτάει: – «Καλά με δουλεύετε; ...
Read more
Ήταν μια φορά ένας Πόντιος που έβαφε το σπίτι του. Κάποια στιγμή έρχεται η μαμά του και του λέει: – Γιατί βρε δε βάζεις μια εφημερίδα από κάτω μη λερώσεις; Και αυτός απαντά: – Δεν πειράζει. Φτάνω και έτσι.
Ο Γιωρίκας συναντά στο δρόμο ένα τζίνι που του λέει να κάνει μια ευχή κι αυτό θα την πραγματοποιήσει. -Θέλω να κατουράω ουίσκι, λέει αυτός. -Μα είσαι σίγουρος; Μπορείς να ζητήσεις λεφτά, πλούτη ότι θέλεις. -Όχι εγώ θέλω να κατουράω ουίσκι. Τι να κάνει το τζίνι, του πραγματοποιεί την ευχή. Πάει στο σπίτι ο Γιωρίκας, φωνάζει την Σουμέλα: -Γυναίκα, φέρε φιστίκια και δυο ποτηράκια. Τα φέρνει παραξενευμένη η Σουμέλα. -Τι τα θες; τον ρωτάει. Αφού δεν έχουμε ποτά. -Από σήμερα έχουμε όσο ουίσκι θέλουμε, της λέει αυτός. Και πραγματικά γεμίζει τα ποτήρια ουίσκι. Τσουγκρίζουν, πίνουν ένα, πίνουν δύο, κάνουν κέφι……κάνουν ...
Read more
Ο νεαρός σύζυγος στην Πόντια γυναίκα του: – Τι είναι εκείνο που κάνει το κρέας να έχει τόσο παράξενη γεύση; – Δεν μπορώ να καταλάβω, του λέει εκείνη, το μαγείρεψα όπως έπρεπε και μάλιστα για να μην καεί του έβαλα και αντιηλιακό λάδι!
Μερικοί φίλοι συνήθιζαν να βρίσκονται συχνά και να λένε ανέκδοτα για να περνάνε ευχάριστα την ώρα τους. Με το πέρασμα του χρόνου, είπαν τα ανέκδοτα που ήξεραν τόσες πολλές φορές το καθένα που τα είχαν μάθει πια απ έξω… Αποφάσισαν λοιπόν να τα αριθμήσουν για να μη τα επαναλαμβάνουνε συνεχώς… Απλά ήξεραν πιο ανέκδοτο αντιστοιχούσε στο κάθε αριθμό και αναφέροντας μόνο και μόνο τον αριθμό έσκαγαν στα γέλια. Μια μέρα βρέθηκαν όπως πάντα κι άρχισαν να λένε ανέκδοτα: – Αριθμός 5, είπε ο πρώτος στη σειρά κι οι υπόλοιποι σκάσανε στα γέλια επιδοκιμάζοντας «Καλόοο, πολύ καλόοοο»! -Αριθμός 128, λέει ο ...
Read more
Ο Γιωρίκας μπαίνει σ ένα μπαρ στην Αμερική.Δεν ξέρει ούτε λέξη Αγγλικά.Δίπλα του καθόταν ένας Γερμανός, ένας Γάλλος και ένας Ιταλός.Η μπαργούμαν πηγαίνει στον Ιταλό.-Τι θα πάρετε, τον ρωτάει.-Ένα Μπλάκ Τζόννυ, απαντάει ο Ιταλός.Μετά πηγαίνει στον Γάλλο.-Τι να σας βάλω, τον ρωτάει.-Ένα Μπλάκ Λέυμπλ, απαντάει ο Γάλλος.Ο Γιωρίκας έχει πάθει πλάκα. Όλο Μπλάκ ακούει και δεν καταλαβαίνειτίποτα.Στη συνέχεια η μπαργούμαν ρωτάει τον Γερμανό.-Ένα Black and White, απαντάει εκείνος.Ο Γιωρίκας τα έχει πάρει.Ξαφνικά η μπαργούμαν έρχεται στο μέρος του.-Εσάς τι να σας φέρω, του λέει.-Ένα…Ένα…Ένα Μπλάκεντέκερ……
Μια φορά ο Γιωρίκας πάει στην Κωνσταντινούπολη για δουλειές. Κατάκοπος το βράδυ ψάχνει ένα ξενοδοχείο να κοιμηθεί. Όλα όμως ήταν γεμάτα ώσπου τελικά βρίσκει σ` ένα ξενοδοχείο ένα δωμάτιο που όμως έπρεπε να κοιμηθεί με έναν υπαστυνόμο. Πριν πάει στο δωμάτιο του παρακαλά το ρεσεψιονίστα να τον ξυπνήσει στις 7 το πρωί. Την άλλη μέρα ο ρεσεψιονίστας ξεχνάει και τον ξυπνάει στις 8. Πάνω στη βιασύνη του ο Γιωρίκας βάζει τα ρούχα του υπαστυνόμου. Στο δρόμο όλοι τον χαιρετούσαν με σεβασμό ώσπου σε μια βιτρίνα διαπιστώνει ότι φόρεσε λάθος ρούχα και λέει: Ρε το μαλάκα το ρεσεψιονίστα αντί να ξυπνήσει ...
Read more
Ο Κωστίκας πάνω στη σκάλα επιδιορθώνει τη στέγη του. Περνάει ο ταχυδρόμος και του λέει: -Καλημέρα Κωστίκα, έχεις ένα γράμμα κατέβα να το πάρεις. -Δεν μπορώ τώρα, άνοιξε το εσύ, δικός μου άνθρωπος είσαι. Το ανοίγει ο ταχυδρόμος αλλά δεν βλέπει τίποτε άλλο παρά μία λευκή σελίδα. – Μα εδώ δεν γράφει τίποτα Κωστίκα, του λέει. Κι ο Κωστίκας: -Αααα, ξέρω, είναι από τον Γιορίκα, είμαστε μαλωμένοι και δεν μιλιόμαστε!!