Κατηγορία: Ανεκδοτα

Οι κίτρινες κάρτες

Ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας συναντιούνται μετά από πολλά χρόνια και για να τα πουν. Πάει ο πρώτος στο σπίτι του δεύτερου. Μόλις έφτασε εκεί ο Κωστίκας, ο Γιωρίκας του ζητά να καθίσουν στο τραπέζι και ζητάει από τη γυναίκα του να σερβίρει. – Να σερβίρεις εσύ, του απαντάει εκείνη. Ντροπιασμένος αυτός σέρβιρε εκείνος το τραπέζι. Μετά ζητάει από τα παιδιά του να προσφέρουν έναν καφέ στον καλεσμένο τους – Να τον προσφέρεις εσύ, απαντούν εκείνα. Φεύγοντας κανονίζουν να βρεθούν την άλλη μέρα στο σπίτι του Κωστίκα. Μόλις φτάνει εκεί, η γυναίκα και τα παιδιά του Κωστίκα μόνο τεμενάδες που ... Read more

Οι έσχατοι Πόντιοι

– Πώς πέθανε η τελευταία Πόντια Ιέρεια του έρωτα ;- Από στενοχώρια μόλις έμαθε ότι οι άλλες πληρώνονταν γι  αυτό που έκαναν !- Πώς πέθανε η τελευταία Πόντια γεροντοκόρη ;- Έπεσε απ  το ράφι !- Πώς φαλίρισαν οι τελευταίοι Πόντιοι επιχειρηματίες ;

Ο ιεροκήρυκας και οι άγριοι.

Ένας ιεροκήρυκας φτάνει σ  ένα χωριό αγρίων, όπου βλέπει ένα Πόντιο σε μια γωνιά με ένα ξύλινο χέρι και ένα ξύλινο πόδι. Πλησιάζει και λέει στον αρχηγό της φυλής: – Αυτό είναι καταπληκτικό! Πόσο περιποιηθήκατε τον πληγωμένο λευκό. Και εγώ που σας πέρασα για Κανίβαλους! Πάντως πρέπει να τον αγαπάτε πολύ, έτσι; – Μα φυσικά, παραδέχεται ο άγριος φύλαρχος. Τόσο πολύ, που τον τρώμε λίγο-λίγο.

οι δύο Πόντιοι

Είναι δύο φυλακισμένοι και ρωτάει ο ένας τον άλλο. Α: Τι έκανες κι είσαι στη φυλακή; Β: Ήμουν στη δουλειά και δεν αισθανόμουν καλά. Μια και δεν είχε πολύ δουλειά μου λέει αφεντικό «άντε πήγαινε σπίτι σου να συνέλθεις». Πάω κι εγώ σπίτι μου και βρίσκω τη γυναίκα μου στο κρεβάτι με τον καλύτερό μου φίλο. Ε, άρπαξα τη κυνηγητική μου καραμπίνα και την άδειασα πάνω τους και βρέθηκα εδώ. Εσύ τι έκανες; Α: Πού να σου τα λέω. Σφαγή. Β: Αντε ρε και φαίνεσαι καλό παιδί. Α: Γυρίζω σπίτι μου και λέω στη γυναίκα μου: «Αγάπη μου, άκουσα ένα ... Read more

Οι δραπέτες

Ένας Πόντιος, ένας Αμερικανός, και ένας Γάλλος, Δραπέτευσαν από τις φύλακες ανδρών. Εκεί που τρέχανε βρεθήκανε σε ένα δάσος και ανεβαίνουνε ο καθένας σε ένα δέντρο να κρυφτούνε . Όταν οι τρεις αστυνομικοί ψάχνοντας φτάσανε στο δάσος, πηγαίνουνε κάτω από το δέντρο όπου είχε ανέβει ο Γάλλος και λένε: «Ξέρουμε ότι είσαι εκεί πάνω, Κατέβα κάτω.» Ο Γάλλος σκέφτεται γρήγορα και λέει: «Τουίτ, Τουίτ, Τουίτ.» Οι αστυνομικοί σκέφτονται «είναι ένα πουλί» και πηγαίνουνε στο άλλο δέντρο όπου είχε ανέβει ο Αμερικανός. και λένε: «Ξέρουμε ότι είσαι εκεί πάνω, Κατέβα κάτω.» Ο Αμερικανός και αυτός σκέφτεται γρήγορα και λέει: «Γούού, Γούού, ... Read more

Οι ακριβές κρεμάστρες

– Πολύ ακριβές αυτές οι κρεμάστρες, λέει η κυρία στον Πόντιο υπάλληλο του καταστήματος. Μήπως έχετε άλλες φτηνότερες; Πολύ πιο φθηνές; – Να σας δώσω ένα καρφί, κυρία;

Οι 17 πόντιοι

Έξω απο μια αίθουσα μπιλιάρδων περιμένουν στην ουρά 17 πόντιοι.Ξέρετε γιατί; -Γιατί η πινακίδα έξω γράφει: Απαγορεύεται η είσοδος κάτω των 18.

Ο έξυπνος Πόντιος

Ήταν ένας Πόντιος, ένας Γερμανός και ένας Γάλλος σε μία φυλακή όπου θα τους έκλειναν για πάντα στην απομόνωση αρκεί να έπαιρνε ότι παιχνίδι ήθελε ο καθένας. Ο Γερμανός πήρε ένα σκάκι, ο Γάλλος μία τράπουλα πού έχει πολλά παιχνίδια και ο Πόντιος ένα ταμπόν. Έκπληκτοι τον ρωτάνε οι άλλοι τι θα το κάνει. Αυτός τούς απαντά δείχνοντας τους τις οδηγίες, οι οποίες έλεγαν: «Μπορείτε να κάνετε ιππασία, κολύμπι, ποδήλατο, γυμναστική κλπ.»

Ο εκτυπωτής

Ένας Πόντιος τηλεφωνάει στο Τμήμα τεχνικής υποστήριξης εκτυπωτών της Hewlett-Packard. Με ένα ανεπίλυτο πρόβλημα: δεν μπορεί να τυπώσει το κίτρινο. Όλα τα άλλα χρώματα βγαίνουν άψογα-πράγμα που παραξενεύει πολύ τον τεχνικό, διότι τα μόνα πραγματικά χρώματα είναι το μπλε, το κόκκινο και το κίτρινο. Το πράσινο, πχ, είναι συνδυασμός μπλε και κίτρινου, αλλά έλα που το πράσινο έβγαινε εντάξει! Όπως και κάθε χρώμα του ουράνιου τόξου, εκτός απο το κίτρινο. Ο τεχνικός τον βάζει να αλλάξει το φυσίγγι της μελάνης-τίποτα. Να απεγκαταστησει και να επαναγκαταστησει τους ντράιβερς-τίποτα. Ρωτάει τους συναδέλφους για βοήθεια- τίποτα. Μετά απο δυο ώρες άκαρπο ψαχτηρι ήταν ... Read more

Ο γορίλας και ο Γιωρίκας

Είχε πάει ο Γιωρίκας στη ζούγκλα για σαφάρι. Όταν γύρισε τον ρωτάει ο Κωστίκας: – Πως πήγε το ταξίδι; – ?στα, του απαντάει, χάλια. – Γιατί ρε; ρωτάει o Κωστίκας. – Εκεί που καθόμουν ήρθε ένας γορίλας και με γά…ε. – Ωχ φίλε μου σε καταλαβαίνω! Θα πρέπει να νιώθεις πολύ ντροπιασμένος… – Ναι ρε γαμώτο, γύρισα και από τότε, ούτε τηλέφωνο δε με πήρε!