Ο Τοτός
Χτυπάει το τηλέφωνο στο σχολείο.- Εμπρός, απαντά η δασκάλα.- Καλημέρα Σας. Πήρα να σας πω ότι ο Τοτός δεν θα μπορέσει να έρθει σήμερα στο σχολείο.- Ποιος είναι στο τηλέφωνο παρακαλώ;- Ο μπαμπάς μου…
Χτυπάει το τηλέφωνο στο σχολείο.- Εμπρός, απαντά η δασκάλα.- Καλημέρα Σας. Πήρα να σας πω ότι ο Τοτός δεν θα μπορέσει να έρθει σήμερα στο σχολείο.- Ποιος είναι στο τηλέφωνο παρακαλώ;- Ο μπαμπάς μου…
Λίγο πριν το τέλος της σχολικής χρονιάς ο δάσκαλος έχει παραδώσει βαθμολογίες και δεν έχει να κάνει κάτι άλλο. Τα παιδιά βαριούνται γιατί δεν έχουν να κάνουν τίποτα και σε λίγο θα σχολάσουν. Ο δάσκαλος έχει μια ιδέα: – Όποιος απαντάει πρώτος τις ερωτήσεις που θα κάνω θα μπορεί να φύγει. Ο Τοτός χαίρεται. – Έξυπνος είμαι, καλός είμαι, θα απαντήσω και θα φύγω. Ρωτάει ο δάσκαλος. – Ποιος είπε «Για δες καιρό που διάλεξε…»; Πριν προλάβει ο Τοτός να απαντήσει, πετάγεται η Αννούλα: – Ο Αθανάσιος Διάκος. – Εντάξει Αννούλα, μπορείς να φύγεις. Ο Τοτός τα παίρνει στο κρανίο που η Αννούλα πρόλαβε και απάντησε πριν από εκείνον. Ο δάσκαλος ρίχνει άλλη ερώτηση: – Ποιος είπε «Έχω ένα όνειρο»; Πριν προλάβει ο Τοτός να απαντήσει πετάγεται η Μαίρη: – Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. – Σωστά Μαίρη. Μπορείς να φύγεις. Ο Τοτός έχει αρχίσει και φορτώνει άσχημα. Ρωτάει ο δάσκαλος: – Ποιος είπε «Μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η πατρίδα σου για σένα…»; Η Ελενίτσα προλαβαίνει τον Τοτό και απαντά: – Ο Τζων Κέννεντυ. – Μπράβο Ελενίτσα. Μπορείς να φύγεις. Ο Τοτός κοντεύει να εκραγεί. Ο δάσκαλος γυρίζει για λίγο την πλάτη του προς την τάξη. Πετάγεται ο Τοτός: – Μακάρι αυτές οι σκρόφες να κρατούσαν κλειστό το στόμα τους. Ο δάσκαλος νευριασμένος γυρίζει και ρωτάει: – ΠΟΙΟΣ ΤΟ ΕΙΠΕ ΑΥΤΟ; Και ο Τοτός: – Ο Μπιλ Κλίντον κύριε. Να φύγω τώρα;
Ο πατέρας στο Γιαννάκη: – «Παιδί μου τώρα που έκλεισες τα 15 νομίζω ότι είναι καιρός πια να μιλήσουμε σοβαρά για το σεξ…» – «Ναι πατέρα. Τι ακριβώς θέλεις να μάθεις;», απαντά ο Γιαννάκης.
Μια φορά ήταν ο Τάκανας και λέει στη μαμά του: – «Μαμά, να πάω στο φίλο μου τον Παναγιώτη;», και η μαμά του τον άφησε αλλά του είπε μέχρι τις 12 το μεσημέρι να είναι σπίτι. Ο Τάκανας έφυγε, αλλά η ώρα πήγε 1, 2, 3 και ο Τάκανας δεν είχε φανεί. Βγαίνει λοιπόν η μαμά του στο μπαλκόνι και φωνάζει: – «Τάκανα, τάκανα». Εκείνη την ώρα περνούσε από κάτω ένας άνδρας και της λέει; – «Αφού τα `κανες τράβα και το καζανάκι.»
– Μαμά, τώρα το Πάσχα ετοιμάζουμε να παίξουμε στο σχολείο ένα έργο και μου έδωσαν το ρόλο του Πιλάτου. – Επιτέλους θα πλύνεις και καμμιά φορά τα χέρια σου.
-Πες μου Γιωργάκη, τι είναι συνώνυμο;-Μια λέξη κύριε, που την χρησιμοποιούμε όταν δεν ξέρουμε την ορθογραφία μιας άλλης.
Στην αυλή του σχολείου, τρία παιδιά συζητάνε για τη… μεγαλοσύνη των μπαμπάδων τους και τα κατορθώματά τους.- Ο μπαμπάς μου, λέει το ένα, είναι τόσο γρήγορος, που πετάει ένα βέλος με το τόξο του κι αρχίζει να τρέχει και φτάνει στο στόχο πριν απ το βέλος.- Αυτό δεν είναι τίποτα, λέει το δεύτερο. Ο δικός μου ο μπαμπάς είναι κυνηγός. Πυροβολεί με την καραμπίνα του και αρχίζει να τρέχει προς το θήραμα και το φτάνει πριν το χτυπήσουν τα σκάγια.- Ο δικός μου ο μπαμπάς είναι πιο γρήγορος απ όλους. Είναι δημόσιος υπάλληλος και σχολάει στις 3:30, αλλά είναι σπίτι απ τις τρεις παρά τέταρτο.
Η δασκάλα ρώταγε κάποτε τα παιδιά με τι ασχολούνται οι γονείς τους. – «Εσένα Γιωργάκη η μαμά σου τι κάνει όλη μέρα;» Ο Γιωργάκης σηκώθηκε όρθιος και είπε με πολλή περιφάνεια: – Είναι οδοντογιατρός κυρία! – «Πολύ ωραία! Εσένα Μαρία οι δικοί σου γονείς με τι ασχολούνται;», ρώτησε στη συνέχεια ένα κοριτσάκι που φαινόταν κάπως φοβισμένο. Αυτό σηκώθηκε και διστακτικά ψυθίρισε: – «Είναι ταχυδρόμος ο μπαμπάς μου κυρία και η μαμά μου δεν δουλεύει». – «Πρέπει να είμαστε υπερήφανοι για τη δουλειά που κάνουν οι γονείς μας», είπε η δασκάλα θέλοντας να την εμψυχώσει. «Εσένα Νίκο τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου», συνέχισε ρωτώντας ένα πιτσιρικά που φαινότανε διαολάκι. Ο μικρός πετάχτηκε επάνω και με ζωηρό και περήφανο ύφος έριξε τη βόμβα: – «Εμένα κυρία ο μπαμπάς μου δουλεύει πιανίστας σε μπουρδέλο!» Κάγκελο η δασκάλα! Δεν πίστευε στα αυτιά της. Το ίδιο απόγευμα μια και δύο πάει στο σπίτι του μπόμπιρα και χτυπάει αποφασιστικά το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε και στο κατώφλι φάνηκε ο περιβόητος μπαμπάς. – «Συγνώμη που σας ανησυχώ, αλλά έχω σοβαρό πρόβλημα με το μικρό. Ισχυρίζεται ότι δουλεύετε πιανίστας σε μπουρδέλο και μάλιστα περηφανεύεται για αυτό! Τι έχετε να πείτε;», είπε η δασκάλα. – «Κοιτάχτε να δείτε», άρχισε να λέει χαμογελώντας ο αγοραίος μουσικός, «στην πραγματικότητα είμαι προγραμματιστής αναλυτής συστημάτων, εξειδικευμένος σε θέματα επικοινωνίας με πρωτόκολλο TCP/IP σε περιβάλλον UNIX. Ε! λέγεται αυτό σε ένα παιδί 7 χρονών;»!
Το εγγονάκι παρακάλεσε το παππού να το πάει στο τσίρκο. — «Δεν μπορώ», απαντά ο παππούς. — «Ξέρεις παππού είναι πολύ ωραία!», επέμενε το εγγονάκι. — «Δε θέλω, δεν μπορώ», είπε πάλι ο παππούς. — «Ξέρεις παππού εμφανίζεται – μου είπαν – και μια πολύ όμορφη κοπέλα πάνω σε ένα κάτασπρο άλογο. Μόνο τα μακριά της μαλλιά σκεπάζουν το σώμα της». — «Χμ… Χμ… Τέλος πάντων», είπε ο παππούς, «αποφάσισα να σε πάω. Έχω πολύ καιρό να δω άσπρο άλογο».
Μια φορά ήταν τρία παιδιά τα οποία τσακώνονταν για το ποιανού ο παππούς είναι πιο ψηλός. – «Ο δικός μου ο παππούς είναι τόσο ψηλός που στο σπίτι μπουσουλάει επειδή δεν χωράει να περπατάει όρθιος.», λέει το πρώτο. – «Σιγά, ο δικός μου ο παππούς είναι τόσο ψηλός που αν σηκώσει το χέρι του πιάνει τα σύννεφα.», λέει το δεύτερο. – «Να σε ρωτήσω κάτι, τα σύννεφα που πιάνει ο παππούς σου είναι μαλακά;», το τρίτο ρωτά το δεύτερο. – «Ναι», απαντά το δεύτερο. – «Ε, τότε αυτά που πιάνει δεν είναι σύννεφα αλλά τα αρχίδια του παππού μου.», συνεχίζει το τρίτο.