Ήταν κάποτε ένας Ιταλός ένας Ισπανός και ένας Πόντιος και τους λένε θα πετάξετε από ένα πράγμα πάνω από το σπίτι σας, πετάει λοιπόν ο Γερμανός ένα μαχαίρι, ο Ισπανός ένα τσεκούρι και ο Πόντιος μια χειροβομβίδα. Κατεβαίνουν και πάνε σπίτι και βλέπει ο Γερμανός και λέει: – «Γιατί κλαις μητέρα;» – «Γιατί έπεσε ένα τσεκούρι και σκότωσε τον πατέρα.» Πάει ο Ισπανός και λέει: – «Γιατί κλαις μητέρα;» – «Γιατί έπεσε ένα μαχαίρι και σκότωσε τον πατέρα.» Πάει ο Πόντιος και λέει: – «Γιατί γελάς πατέρα, γιατί έκλασε ο παππούς και ανατινάχτηκε το σπίτι.»
Ένας Πόντιος βρίσκει στον δρόμο του ένα κουτάκι σπίρτα. Το σηκώνει, το φέρνει κοντά στο αυτί του, κουνά πέρα – δώθε το κεφάλι του και αποφαίνεται: – Αδειο είναι!
Ένας Αμερικανός, ένας Ιταλός και ένας Πόντιος έχουν χαθεί στη ζούγκλα. Ξαφνικά, καθώς περπατούν, ένα λιοντάρι πετάγεται μπροστά τους. Ο Ιταλός και ο Πόντιος το βάζουν στα πόδια, αλλά ο θαρραλέος Αμερικανός παίρνει πέτρες και σκοτώνει το λιοντάρι! Προχωρούν λίγο πιο κάτω, και ξαφνικά δύο λιοντάρια πετάγονται μπροστά τους. Τότε ο Αμερικανός και ο Ιταλός παίρνουν πέτρες από κάτω και σκοτώνουν τα λιοντάρια. Λίγο πιο κάτω συναντούν είκοσι λιοντάρια. Τότε ο Αμερικανός και ο Ιταλός το βάζουν στα πόδια. Ο Πόντιος όμως μένει ατάραχος και τους κοιτά. -Γιατί δεν τρέχεις; Και ο Πόντιος τους απαντά: -Γιατί, εγώ τους έριχνα πέτρες;
Ο πόντιος πάει να πιάσει δουλειά σε μια φάρμα με αγελάδες. -Έχεις ξαναδουλέψει σε φάρμα τον ρωτάει το αφεντικό; Όχι άφησε με σε παρακαλώ γιατί έχω καιρό να δουλέψω. -Καλά θα σου δώσω μια ευκαιρία, λοιπόν πάρε τον κουβά και ξεκινά θα έρθω το βράδυ να σε δω. Α! πάρε και το σκαμνί να δουλεύεις πιο άνετα. Πάει το βράδυ το αφεντικό και βλέπει μόνο να δοχείο με γάλα. -Καλά ρε!! μόνο αυτό μάζεψες; Έλα ρε αφεντικό πρώτη μέρα ήταν θα με μάθουν οι αγελάδες. Εξάλλου από τις 50 μόνο οι 5 κάθισαν στο σκαμνί…
Μέσα στην νύχτα ένας πόντιος σταμάτησε το αυτοκίνητο δίπλα σε μια καλόγρια, κατέβασε το τζάμι του οδηγού η καλόγρια έβαλε το κεφάλι τις μέσα, γρήγορα ο πόντιος ανέβασε το τζάμι πάλι επάνω κατεβαίνει από το αυτοκίνητο πάει από πίσω και την πη*** όταν τελείωσε κατεβάζει πάλι το τζάμι και λέει » είδες εμείς οι πόντιοι τι κόλπα έχουμε» ναι αγόρι μου λέει η καλόγρια «έχεις δίκιο αλλά και εμείς οι π**στηδες δεν πάμε πίσω ε;»
Ήταν ένας ζητιάνος ο οποίος όλη τη μέρα δεν είχε σταυρώσει φράγκο . Μπαίνει σε μια εκκλησία και πάει στο παγκάρι το οποίο βρισκόταν μπροστά στην εικόνα του Χριστού και της Παναγίας . Βλέπει τα χρήματα και ρωτάει τη Παναγία : – » Μπορώ να πάρω μερικά ; » Φυσικά δεν παίρνει αρνητική απάντηση , παίρνει τα χρήματα και φεύγει . Την επόμενη μέρα επαναλαμβάνει το ίδιο . Φεύγοντας όμως βλέπει τη σκηνή ο καντηλανάφτης ο οποίος αποφασίζει να δράσει . Την επόμενη μέρα κρύβεται πίσω από την εικόνα και όταν ρωτάει ο ζητιάνος να πάρει χρήματα ο καντηλανάφτης φωνάζει ...
Read more
Ο Γιωρίκας ήταν πάνω στη σκάλα κι έβαφε το ταβάνι.Ο Κωστίκας του λέει:- Ρε συ Γιωρίκα γιατί δε βάζεις μια εφημερίδα από κάτω;Γιωρίκας:- Δε χρειάζεται, φτάνω κι έτσι!
Η εκπαίδευση στο κέντρο αλεξιπτωτιστών » Ποντίκαρος » του Πόντου , είναι σκληρή και επίπονη . Με τα πολλά φθάνει και η ώρα της παρθενικής πτώσης , οπότε ο Πόντιος εκπαιδευτής εξηγεί την τεχνική στον Γιωρίκα :- Μόλις πηδήσουμε , φωνάζουμε 1001-1002-1003 και τραβάμε το κορδόνι ! Κατάλαβες Γιωρίκα ;- Μα-μα-μάλιστα κυ-κυ-κύριε εκ-εκ-εκπαιδευτά ! …..Πράγματι , εκτελείται η πτώση , μόνο που το αλεξίπτωτο του Γιωρήκα δεν ανοίγει ! … Πανικόβλητοι οι παρακολουθούντες την σκηνή , σπεύδουν για να μαζέψουν την σωρό του Γιωρίκα , όμως … ω ! του θαύματος , ο Γιωρίκας ζούσε , αλλά ήταν σε κατάσταση ...
Read more
Ήταν ο Κωστίκας κι ο Γιωρίκας και τους κάλεσαν σε ένα γάμο. Μόλις φτάσανε στο κέντρο ο χορός είχε ήδη αρχίσει. Τότε ο Κωστίκας κι ο Γιωρίκας μπαίνουν χαρούμενοι στο ποντιακό χορό. Μετά από το πολύ χορό λέει ο Κωστίκας στο Γιωρίκα: – «Γιωρίκα, μήπως πρέπει να σταματήσουμε το χορό;» Κι ο Γωρίκας, του λέει: – «Μα γιατί;» – «Γιατί έτσι με τα κεφάλια σκυφτοί που είμαστε, φτάσαμε έξω από το χωριό,» του λέει ο Κωστίκας.
Ο Πόντιος πιλότος και ενώ το αεροπλάνο πετάει, ξεκαρδίζεται ξαφνικά στα γέλια. Κάποιος επιβάτης τον πλησιάζει και τον ρωτά: – Τι συμβαίνει; Γιατί γελάτε; – Σκέπτομαι, απαντάει ο πιλότος, τι πλάκα θα χουν τα μούτρα τους στο τρελοκομείο όταν πάρουν είδηση ότι το έσκασα.