Πάρτι με ούζα.
Δύο φίλοι συζητούν. – Tο βράδυ έχω ετοιμάσει μία παρτουζίτσα, θα έρθεις; λέει ο ένας. – Πόσοι θα είμαστε; ρωτά ο άλλος. – Aν φέρεις και την γυναίκα σου θα είμαστε τρεις! απαντά ο πρώτος!
Δύο φίλοι συζητούν. – Tο βράδυ έχω ετοιμάσει μία παρτουζίτσα, θα έρθεις; λέει ο ένας. – Πόσοι θα είμαστε; ρωτά ο άλλος. – Aν φέρεις και την γυναίκα σου θα είμαστε τρεις! απαντά ο πρώτος!
Παρασκευή απόγευμα και δύο γειτόνισσες κάθονται στο παγκάκι. -Ωχ έρχεται ο άντρας μου με μια μεγάλη ανθοδέσμη, αυτό σημαίνει ότι όλο το Σαββατοκύριακο θα είμαι ξάπλα με τα πόδια ανοικτά -Γιατί καλέ;;; δεν έχετε βάζα στο σπίτι σας ;;;
Ξημερώματα Τρίτης και ενώ το αντρόγυνο κοιμάται χτυπάει το κουδούνι. Ξυπνάει ο άντρας, πηγαίνει στη πόρτα και βλέπει έναν άγνωστο. – Τι θες άνθρωπε μου τέτοια ώρα; – Αν μπορείτε καλέ κύριε να κατέβετε να με σπρώξετε σας παρακαλώ; – Είσαι με τα καλά σου βρε άνθρωπε μου; Εγώ αύριο δουλεύω και θέλω να κοιμηθώ. ?ντε στην ευχή του Θεού μην έχουμε άλλα… Πάει να κοιμηθεί και ξανά τα ίδια. Του λέει λοιπόν η γυναίκα του: – Βρε άντρα μου άντε να τον βοηθήσεις τον άνθρωπο. Δεν θυμάσαι τότε που είχαμε πάθει το ίδιο και μας βοήθησε εκείνος ο καλός άνθρωπος αλλιώς ακόμα εκεί θα ήμασταν. – Ναι βρε γυναίκα έχεις δίκιο. Βάζει μια φόρμα, πάει κάτω στο δρόμο και δεν βλέπει τίποτα. Βάζει μια φωνή λοιπόν: – Κύριε, εσείς που θέλετε να σας σπρώξω, που στον διάολο είστε; – Εδώ, εδώ πίσω στις κούνιες !!!
Πάει ο τύπος σ ένα ιερέα για να εξομολογηθεί. Του λέει ο ιερέας: «Πεςμου, τέκνον μου, τι αμαρτία πιστεύεις ότι έχεις κάνει;». Ο τύπος αρχίζει να μιλά: «Πήγα μια μέρα στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάςμου, για να πάμε βόλτα. Αυτή όμως έλειπε. Ήταν εκεί η μεγάλη της αδελφή. Ε, τώρα, μόνη αυτή στο σπίτι, μόνος εγώ, έγινε τοκακό». «Μα παιδάκι μου, με τη μεγάλη αδελφή της αρραβωνιαστικιάς σου πήγες να το κάνεις;». «Δεν ήταν μόνο αυτό»,συνεχίζει ο μεταμελημένος τύπος, που συνεχίζει ακάθεκτος, «την άλλη μέρα που πήγα ήταν εκεί η μικρή της αδελφή. Ε, τώρα, μόνηαυτή, μόνος εγώ, δεν άργησε να γίνει το… κακό». Ο πάτερ άκουγε και δεν πίστευε στ αυτιά του. «Τέκνον μου, είναι βαριά τακρίματά σου, αμφιβάλλω αν συγχωρεθούν». Ο τύπος όμως δεν είχε τελειώσει: «Ξέρετε, πάτερ, κι άλλη μια φορά πήγα σπίτι καιβρήκα μόνη τη μητέρα της. Τι να σας πω. Μόνος εγώ, μόνη αυτή, έγινε το κακό…». Σε κάποια στιγμή ο τύπος σηκώνει το κεφάλιτου, αλλά ο παπάς έχει γίνει «άφαντος». Τον αναζητεί και τον βλέπει πίσω από κάτι κουρτίνες. «Γιατί, πάτερ, κρυφτήκατε εκείπίσω;», αναρωτιέται ο τύπος. Κι ο παπάς έντρομος: «Δεν καταλαβαίνεις; Μόνος εγώ, μόνος εσύ, άσε να μη γίνει τίποτα!».
Ο τύπος έμεινε χήρος και στην κηδεία της γυναίκας του είναι αξιολύπητος. Κλαίει και χτυπιέται. «Τι θα κάνω τώρα;», λέει και ξαναλέει. Ο παπάς τον λυπάται και πάει να τον παρηγορήσει: – «Μην κάνεις έτσι, τέκνον μου. Ο χρόνος όλα τα γιατρεύει.», του λέει. – «Τι θα κάνω τώρα, πάτερ μου, πείτε μου.», απαντά αυτός. – «Υπομονή να κάνεις, τέκνον μου. Και να το δεις που ο Θεός θα σε βοηθήσει. Μπορεί αύριο να βρεις μια καλή γυναίκα και να παρηγορηθείς.», του λέει ο παπάς. Και ο χήρος απαντά: – «Τι να το κάνω το αύριο, πάτερ μου; Σήμερα πώς τη βγάζουνε;».
Κλασικός λαϊκός χασάπης (μουστακαλής, μάγκας κτλ) ξεκοκαλίζει ένα μοσχάρι. Φωνάζει τον μικρό του μαγαζιού και τον λέει επιτακτικά: Πάρε αυτά τα φιλέτα και πήγαινε τα στην κυρά σου για να τα φάμε το μεσημέρι. Σφήνα ο μικρός πηγαίνει στο σπίτι του αφεντικού, ανοίγει την πόρτα, ακούει θορύβους από την κρεβατοκάμαρα. Σιγά σιγά πηγαίνει και βλέπει την γυναίκα του αφεντικού να πηδ**ται με έναν άγνωστο τύπο. Τροχάδην επιστροφή στο χασάπικο το οποίο σημειώτεον είναι γεμάτο πελάτες και λέει στο αφεντικό: Αφεντικό τρέχα τρέχα σου γα**νε την γυναίκα. Ο χασάπης προσβεβλημένος σηκώνει το κεφάλι και φωνάζει: Βρε τσόγλ**** τι είπες, θα πεθάνεις επί τόπου. Ο πιτσιρικάς επιμένει και φωνάζει ότι αφεντικό άμα δεν με πιστεύεις πάμε σπίτι να δεις ότι σου γα**νε την γυναίκα. Πλέον ο χασάπης εκνευρισμένος παίρνει ένα μαχαίρι και ένα τσεκούρι και μαζί με τον πιτσιρικά πηγαίνει σπίτι του όπου ανοίγοντας την πόρτα βλέπει όντας την γυναίκα του να πη***ται στην κρεβατοκάμαρα του με ένα κρεμανταλά. Ωρυόμενος ο χασάπης φωνάζει: Που**να θα σε σκίσω, πούστη θα πεθάνεις και ορμάει εναντίον του εραστή. Σηκώνει το μαχαίρι με το αριστερό χέρι και το κατεβάζει προς τον εραστή αλλά αυτός σηκώνει το ένα του χέρι και το ακινητοποιεί. Σαστισμένος ο χασάπης σηκώνει το δεξί του χέρι και με το τσεκούρι προσπαθεί να χτυπήσει τον εραστή αλλά αυτός χειροδύναμος όπως ήταν σηκώνει το άλλο του χέρι και τον σταματά. Πλέον ο χασάπης νοιώθει τον κόσμο να χάνεται, στα μάτια του υπάρχει απελπισία αλλά ξαφνικά ακούει τον πιτσιρικά να φωνάζει: ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΧΤΥΠΑ ΤΟΝ ΜΕ ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ, ΜΕ ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ
Στο καφενείο του χωριού τέσσερις φίλοι παίζουν χαρτιά. Ξαφνικά μπαίνει ένας αναστατωμένος τύπος και λέει απευθυνόμενος στον έναν: «Ρε συ Γιάννη, παίζεις χαρτιά και στο σπίτι σου η γυναίκα σου πηδ**ται με τον κουμπάρο σας;» Ο Γιάννης βγάζει τα γυαλιά του , τα αφήνει πάνω στο τραπέζι, ζητάει συγγνώμη από τους συμπαίκτες του για τη διακοπή και φεύγει για το σπίτι του. Αφού πέρασαν δέκα λεπτά, ο Γιάννης γυρίζει αμίλητος στο καφενείο, κάθεται ξανά στη θέση του, φοράει τα γυαλιά του, μαζεύει τα χαρτιά του και ρωτάει τους συμπαίκτες του τίνος είναι η σειρά να παίξει. «Αμάν, ρε Γιάννη» τον ρωτούν όλοι «πες μας τι έγινε σπίτι σου!» «Υπερβολές» τους απαντά ο Γιάννης «Ακου κουμπάρος μου! Ούτε καν γνωστός μου δεν ήταν ο άνθρωπος!»
Έτυχε κάποιος να περνά με το αεροπλάνο του πάνω από τη Ζούγκλα του Αμαζονίου. Για κακή του, όμως, τύχη, κατά τη διάρκεια της πτήσης, διαπίστωσε ότι το αεροπλάνο του είχε παρουσιάσει κάποια μηχανική βλάβη. Πραγματοποιώντας αναγκαστική προσγείωση, κατάφερε να το προσγειώσει με τις ελάχιστες δυνατές ζημιές, ελπίζοντας πως θα κατάφερνε να το επισκιάσει και να συνεχίσει το ταξίδι του. Καθώς όμως προσπαθούσε να το φτιάξει παρουσιάστηκε ένας γορίλλας με άγριες διαθέσεις λέγοντας του: – Έχεις δύο επιλογές: Ή θα κάτσεις να σε πηδήξω, και μετά θα σε αφήσω ελεύθερο να φύγεις, ή θα σε σκοτώσω. Ο καημένος πιλότος θεώρησε ότι ήταν προτιμότερο να ζήσει. Μετά από την περιπέτειά του αυτή, επέστρεψε στην πόλη του. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, χρειάστηκε να επισκεφθεί ψυχολόγο. Αφού του διηγήθηκε την πρόσφατή του περιπέτεια, αυτός του απάντησε πως δεν ήταν ανάγκη να νιώθει τύψεις ή άλλα άσχημα συναισθήματα για αυτό που έκανε, αφού το έκανε μονάχα για να γλιτώσει τη ζωή του. Και τότε, ο ψυχολόγος εισέπραξε την απάντηση: – Μα τόσες βδομάδες, γιατρέ, ούτε ένα γράμμα, ούτε ένα τηλέφωνο;
Μια μέρα η δασκάλα του Τοτού πάει με μια μακριά φούστα και ρωτάει: -Σας αρέσω; -Ναιαιαιαι… -Ο Τοτός όχιιιι… Κάθε μέρα λοιπόν η δασκάλα πήγαινε και με κοντύτερη φούστα αλλά πάντα η ιδία απάντηση ώσπου μια μέρα η δασκάλα έρχεται μόνο με φύλλα και ρωτάει: -Σας αρέσω; -Ναιαιαι… -Ο Τοτός όχιιι… -Τοτέ τι περιμένεις; -Περιμένω το Φθινόπωρο να πέσουν τα φύλλα.
Είναι η γυναίκα στο κρεβάτι με τον εραστή, οπότε χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνει αυτή και μετά από λίγα λεπτά το κλείνει. – Ποιος ήταν; ρωτάει ο εραστής. – Ο άντρας μου ήταν. Λέει ότι θα αργήσει λιγάκι γιατί είναι με εσένα στο καφενείο και παίζει τάβλι!