Ήταν τρεις φίλες, η Αννα, η Βαρβάρα και η Γωγώ. Αυτές λοιπόν οι τρεις φίλες, πήγαιναν κάθε απόγευμα για καφέ. Ένα απόγευμα λοιπόν λέει η Αννα: – «Κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι μου συνέβη χθες. Ήρθε ο Ανδρέας αργά από την δουλειά του, κατασκοτωμένος από την κούραση και του λέω: – «Πήγαινε μωρό μου να κάνεις ένα κρύο μπάνιο κι έλα εδώ, να σε ξεκουράσω εγώ.» Kι έτσι έγινε. Μέχρι να βγει από το μπάνιο, εγώ είχα φορέσει ότι πιο πρόστυχο εσώρουχο είχα και τον περίμενα. Μόλις βγήκε, του τραβάω την πετσέτα του, τα πιάνω και του λέω: – «Μωρό μου, τι κρύα αρ….. είναι αυτά που έχεις; Έλα εδώ να σου τα ζεστάνω εγώ.» Kι έγινε κορίτσια της τρελής μέχρι το πρωί! – «Θα το δοκιμάσω κι εγώ», λέει η Βαρβάρα. Την επόμενη μέρα λοιπόν, βρίσκονται πάλι οι τρεις φίλες και κατενθουσιασμένη η Βαρβάρα τους λέει: – «Αννα είχες απόλυτο δίκιο. Έκανα ακριβώς το ίδιο και είχε… φοβερά αποτελέσματα. Ήρθε χθες ο Βασίλης από τη δουλειά, ψόφιος από την κούραση. Και του είπα: – «Πήγαινε μωρό μου να κάνεις ένα κρύο μπάνιο κι έλα εδώ σε εμένα να σε ξεκουράσω.» Μέχρι να βγει από το μπάνιο, φόρεσα ότι πιο πρόστυχο βρήκα μπροστά μου και μόλις βγαίνει από το μπάνιο, του τραβάω την πετσέτα, του τα πιάνω και του λέω: – «Μωρό μου, τι κρύα αρ….. είναι αυτά που έχεις; Έλα εδώ να σου τα ζεστάνω.» Kι έγινε της κόλασης μέχρι το πρωί. Τότε, σκέφτηκε και η Γωγώ: – «Γιατί μόνο αυτές; Θα δοκιμάσω κι εγώ!» Την επόμενη μέρα λοιπόν, θα ξαναβρίσκονταν οι τρεις φίλες. Η Βαρβάρα όμως είχε αργήσει. Κάποια στιγμή, μετά από πάρα πολύ ώρα, έρχεται η Γωγώ, μαύρη από το ξύλο, γεμάτη μελανιές και γδαρσίματα. – «Τι έπαθες καλέ;», τη ρωτάνε οι φίλες της. – «Να, εχθές όταν ήρθε ο Γιάννης από την δουλειά, πεθαμένος από την κούραση, του λέω: – «Πήγαινε μωρό μου να κάνεις ένα κρύο μπάνιο και έλα μετά εδώ σε εμένα να σε ξεκουράσω.» Eν τo μεταξύ, φόρεσα ότι πιο πρόστυχο είχα στο σπίτι (Σνιφ-σνιφ) – «Ε, ωραία και μετά τι έγινε;» – «Μόλις βγήκε από το μπάνιο, πάω κοντά του, του τραβάω την πετσέτα και του λέω: – » Μωρό μου, γιατί έχεις ζεστά αρ…..; O Ανδρέας και ο Βασίλης τα είχαν κρύα!»