Απόψε είδα όνειρο πως σ΄είχα στο κρεβάτι
Απόψε είδα όνειρο πως σ΄είχα στο κρεβάτι
και πήγα να σ΄αγκαλιαστώ κι αγκάλιασα το γ-κάτη
Απόψε είδα όνειρο πως σ΄είχα στο κρεβάτι
και πήγα να σ΄αγκαλιαστώ κι αγκάλιασα το γ-κάτη
Μια καθηγήτρια του γυμνασίου, οπαδός του Ολυμπιακού, περήφανη για την κατάκτηση του πρωταθλήματος πηγαίνει στο σχολείο με το κασκόλ της ομάδας και δηλώνει μέσα στην τάξη ότι είναι Ολυμπιακός και ζητάει από όσα παιδιά είναι κι αυτοί Ολυμπιακοί να σηκώσουν το χέρι τους. Όλα τα παιδιά, Ολυμπιακοί και μη, από φόβο μην πάρουν κακό βαθμό, σηκώνουν το χέρι τους, δηλώνοντας Ολυμπιακοί εκτός από την Αννούλα, ένα συνεσταλμένο κοριτσάκι που καθόταν στο τελευταίο θρανίο. Έκπληκτη η καθηγήτρια ρωτάει με αυστηρό τόνο «Αννούλα, γιατί δε σήκωσες το χέρι σου;» Αννούλα: Γιατί δεν είμαι Ολυμπιακός, κυρία. Καθηγήτρια: Τι; Δεν είσαι ερυθρόλευκη; Και τι ομάδα είσαι δηλαδή για να χουμε καλό ρώτημα; Αννούλα: Είμαι υπερήφανη που είμαι με το τριφύλλι, κυρία. Η καθηγήτρια δεν πίστευε στ αφτιά της. Καθηγήτρια: Αννούλα, κοριτσάκι μου, τι αμαρτία έπραξες για να σαι βάζελη; Αννούλα: «Η μαννούλα μου είναι οπαδός του Παναθηναϊκού, ο πατερούλης μου Παναθηναϊκάκιας βαμμένος, ο αδελφούλης μου μέλος της ΠΑ.ΛΕ.ΦΙΠ, ε οπότε κι εγώ είμαι Παναθηναϊκός» απάντησε η Αννούλα καμαρωτή καμαρωτή. «Χμ» είπε η καθηγήτρια εμφανώς εκνευρισμένη, «κοριτσάκι μου αυτός δεν είναι λόγος να είσαι βάζελη. Δεν πρέπει να κάνεις ότι κάνουν οι άλλοι και πολύ περισσότερο να επιτρέπεις στον οικογενειακό σου κύκλο να καθορίζει τη ζωή σου. Πρέπει να είσαι ελεύθερη, ανεξάρτητη. Αν π.χ η μάννα σου ήταν πρεζόνι και πόρνη, ο πατέρας σου αλητάμπουρας, αλκοολικός και έμπορος ναρκωτικών κι ο αδελφός σου ξεφωνημένη αδελφή στη Συγγρού, εσύ τι θα ήσουν; Αννούλα: Σίγουρα οπαδός του Ολυμπιακού, κυρία.
Είσαι σε ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς παράθυρα και πόρτες. Δίπλα σου είναι μια βρύση που τρέχει αδιάκοπα. Το δωμάτιο αρχίζει να πλημμυρίζει και εσύ έχεις πανικοβληθεί. Έχεις στα χέρια σου μόνο ένα σφυρί και ένα καλαμάκι. Τι κάνεις για να σωθείς; Είναι πολύ απλό! Κλείσε τη βρύση!
Ένας Πόντιος καλεί τον αριθμό της Ολυμπιακής: – «Ολυμπιακή λέγετε», απαντάει η υπάλληλος. – «Παρακαλώ, πόση ώρα διαρκεί η πτήση για Νέα Υόρκη;» ρωτάει ο Πόντιος. – «Ένα λεπτό παρακαλώ…..», απαντά πάλι η υπάλληλος. – «Ευχαριστώ πολύ!», λέει ο Πόντιος κλείνοντας το τηλέφωνο.
Ο γύφτος ταξιδεύει με το λεωφορείο. Έχει πιει και τα ουζάκια του και,όπως κάθεται πάνω σε μια βαλίτσα, στο διάδρομο, τραγουδάει μονότονα το ίδιο συνέχεια στιχάκι: «Τέλω να πετάνω, τέλω ναπετάνω…». Περνάει ένα τέταρτο, μισή ώρα, τους έχει σπάσει τα νεύρα. «Που σαι», του λέει ο εισπράκτορας. «Βούλωσ το, γιατίμας έπρηξες…». Τίποτα ο γύφτος. «Τέλω να πετάνω, τέλω να πετάνω…». «Σταμάτα…». «Τέλω να πετάνω, τέλω να πετάνω…». Οεισπράκτορας έχει πάρει χοντρές ανάποδες. «Ρε, θα το βουλώσεις επιτέλους;». Αδιάφορος ο γύφτος: «Τέλω να πετάνω, τέλω να πετάνω…». «Σκάσε, γιατί θα σου πετάξω τη βαλίτσα…». «Τέλω να πετάνω, τέλω να πετάνω…». «Σοβαρά το λέω, θα στην πετάξω…». «Τέλω να πετάνω, τέλω να πετάνω…». «Ε, λοιπόν, εσύ δεν βάζεις μυαλό!», λέει ο εισπράκτορας, σηκώνεται, πάει κοντά στο γύφτο, τον σηκώνει, βουτάει τη βαλίτσα και την… πετάει από το παράθυρο. Γυρίζοντας, λοιπόν, φωνάζει στο γύφτο:»Για να δούμε, τώρα. Θα το βουλώσεις;». Και ο γύφτος, στον ίδιο πάντα σκοπό: «Ντεν ήταν ντική μου, ντεν ήταν ντική μου…».