Ο Παλιός
Μια μέρα ξεκίνησε ο μπαμπάς χελώνος, η μαμά χελώνα και το χελωνάκι να πάνε για ένα πικ-νικ σε μια απόσταση ενός χιλιομέτρου. Αφού λοιπόν για να φτάσουν στον προορισμό τους πέρασαν δέκα χρόνια κάθισαν να φάνε. Εκεί που άνοιξε η μαμά χελώνα το μπολ με τα κεφτεδάκια είδε ότι ξέχασε να πάρει κοντά της το νερό, το λέει στο μπαμπά χελώνο και αποφασίζουν να στείλουν το μικρό χελωνάκι να φέρει από το σπίτι το νερό. Αφού ξεκίνησε το μικρό χελωνάκι να πάει να φέρει το νερό τους λέει: – «Εγώ θα πάω αλλά εάν βάλει κανένας χέρι στα κεφτεδάκια δεν πάω.» Μετά από είκοσι δύο χρόνια δεν φάνηκε το μικρό χελωνάκι, κι ο πατέρας χελώνος λέει: – «Εγώ αρχίζω να τρώω γιατί με έχει κόψει η πείνα.» Τότε η μαμά χελώνα άρχισε να φέρνει αντιρρήσεις, αλλά με λίγη δυσκολία ο χελώνος κατάφερε να πείσει τη μαμά χελώνα. Σε κάποια στιγμή αφού είχαν φάει από πέντε κεφτεδάκια ο καθένας πετάγεται πίσω από κάτι θάμνους το μικρό χελωνάκι και τους λέει: – «Έτσι είστε ε;;; Τρώτε τα κεφτεδάκια!!! Δεν πάω για νερό.»
Μιλω με φιλους, με γνωστους, τυχαια σ’αναφερω
Μιλω με φιλους, με γνωστους, τυχαια σ’αναφερω
σε φερνω παλι στο μυαλο και παλι υποφερω.
Ο αρκουδοκυνηγός
Ο Χρήστος, γεμάτος ενθουσιασμό, πάει στο δάσος για να κυνηγήσει. Βλέπει μια μικρή καφετιά αρκούδα, τη σημαδεύει και τη σκοτώνει. Τότε νιώθει ένα κτύπημα στον ώμο, γυρίζει και βλέπει μια μεγάλη μαύρη αρκούδα η οποία του λέει: – «Χρήστο, έχεις δύο επιλογές» του λέει, «ή σου χυμάω και σε σκοτώνω, ή κάνουμε σεξ.» Ο Χρήστος αποφασίζει ότι προτιμάει τη ζωή οπότε σκύβει μπροστά και δίνεται στη μαύρη αρκούδα. Επί δύο εβδομάδες πονούσε, αλλά όταν έγινε καλά ο Χρήστος ορκίστηκε να εκδικηθεί. Πηγαίνει πάλι στο δάσος, βρίσκει τη μαύρη αρκούδα και τη σκοτώνει. Νιώθει πάλι κάποιος να τον χτυπάει στον ώμο. Αυτή τη φορά είναι ένα τεράστιο γκρίζλι. – «Έκανες ένα τεράστιο λάθος, Χρήστο,» του λέει το γκρίζλι, «διάλεξε τι θες, ή σε ξεσκίζω με νύχια και με δόντια, ή κάνουμε άγριο σεξ.» Για άλλη μια φορά ο Χρήστος σκέφτηκε πως ήταν καλύτερα να υποκύψει. Χρειάστηκε κάμποσες εβδομάδες για να συνέλθει αλλά εξαγριωμένος πια ο Χρήστος, ξαναγυρίζει στο δάσος, βρίσκει το γκρίζλι και το σκοτώνει. Αισθάνεται ότι επιτέλους, πήρε εκδίκηση, όταν νιώθει ένα κτύπημα στον ώμο. Γυρίζει και βλέπει μια τεράστια πολική αρκούδα. – «Παραδέξου το, Χρήστο», του λέει η αρκούδα «δεν έρχεσαι στο δάσος για το κυνήγι, έτσι;»
Οι πυγολαμπίδες
Είναι αλήθεια ότι οι πυγολαμπίδες φέγγουν μόνο τη νύχτα; Γιατί δηλαδή εσείς ανάβετε ποτέ φως την ημέρα;
Στη φυλακή
Μια γυναίκα επισκέπτεται τον άνδρα της στην φυλακή: -Αν δεν σε πειράζει, μωρό μου, λέω να ξεσκάσω λίγο τώρα στις γιορτές! Τα Χριστούγεννα θα πάω σε ένα πάρτι που κάνει ένας παλιός φίλος, δηλαδή, τι πάρτι, οι δυο μας θα είμαστε μόνο… και την Πρωτοχρονιά θα πάμε μαζί εκδρομή στο εξοχικό του. Εσύ αγάπη μου, τι σχεδιάζεις να κάνεις τις γιορτές; -Απόδραση και φόνο.
Ο Πεθαμένος μιλούσε
Το Γιώργο τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Τρέχει η γυναίκα του στο νοσοκομείο και ρωτά το γιατρό: – «Γιατρέ, πέθανε;» – «Κάναμε τα αδύνατα δυνατά, αλλά δε μπορέσαμε να το γλυτώσουμε. Δυστυχώς πέθανε.» Τότε ο Γιώργος άνοιξε τα μάτια του και φώναξε: – «Ζω, δεν πέθανα!» Και η γυναίκα του: – «Σκάσε! Ξέρεις εσύ καλύτερα από το γιατρό;»
Εσυ 1.60 και η αμολυβδη 1.69…
Εσυ 1.60 και η αμολυβδη 1.69…
Αι σιχτιρ και απο την βενζίνη πιο κοντη εισαι…