Τη βέργα μου επαντόνιαρα και πια δε βάνω βούργια
Τη βέργα μου επαντόνιαρα και πια δε βάνω βούργια,
γιατι ‘πες πως δε θές βοσκό αγάπη μου καινούργια
Τη βέργα μου επαντόνιαρα και πια δε βάνω βούργια,
γιατι ‘πες πως δε θές βοσκό αγάπη μου καινούργια
Ένας μαύρος είναι στη μέση της Σαχάρας και πεθαίνει απ` τη δίψα. Κάποια στιγμή συναντάει ένα τζίνι που του λέει: – «Μπορώ να σου πραγματοποιήσω 3 ευχές.» – «Θέλω να με κάνεις άσπρο, να έχω πολλά νερά και να βλέπω κώλους.» Και τον έκανε τουαλέτα.
Όταν γεράσει ο άνθρωπος, μειώνεται το φως του.
Θαρρεί πως κατουρεί μακριά, μα κατουρεί ομπρός του.
ΝΟΣΟ,
Είναι σκληρός ο θάνατος κι όμως τον λαχταρούνε
καρδιές που μέσα στη ζωή χωρίς ελπίδες ζούνε!
Το σκλίκ. (Μετάφραση: Το σκουλήκι)
Σ` ένα πλοίο, φωνάζει κάποια στιγμή αυτός που παρατηρεί από το κατάρτι: – «Πειρατές μπροστά μας.» Αμέσως, φωνάζει ο καπετάνιος σ` έναν μούτσο: – «Πήγαινε κάτω στην καμπίνα μου και φέρε το κόκκινο μου το παντελόνι. Σε περίπτωση που πληγωθώ στο πόδι, να μη το καταλάβει το πλήρωμα και φοβηθεί.» – «Εντάξει καπετάνιο», λέει ο μούτσος. Μετά από μερικές μέρες, φωνάζει πάλι αυτός από το κατάρτι: – «Μας έχουν περικυκλώσει 10 πλοία πειρατών.»Και αμέσως λέει ο καπετάνιος σ` ένα μούτσο: – «Πήγαινε φέρε μου το καφέ μου παντελόνι, σε παρακαλώ..»