Μην κλαίς που παω στο στρατό μάνα να υπηρετήσω
Μην κλαίς που παω στο στρατό μάνα να υπηρετήσω
όσο κι αν είμαι μακρυά δε θα σε λησμονήσω.
Μην κλαίς που παω στο στρατό μάνα να υπηρετήσω
όσο κι αν είμαι μακρυά δε θα σε λησμονήσω.
Μια μύγα νύφη.
– Πως μπορείς να κάνεις τη γυναίκα σου να φωνάξει δυνατά όταν κάνετε έρωτα; – Όταν χύ**εις σκούπισε τον πού**σο σου στην καινούρια της κουρτίνα!
– Αϊ Νικόλα μου, εσύ ξέρεις ποιος είμαι εγώ και πόσο σε εκτιμώ. Τώρα βρίσκομαι σε μια δύσκολη θέση και θα ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη. Μου λείπει ένα δεκαχίλιαρο! Θέλω να κάνεις το θαύμα σου και με το που θα βγω έξω από την εκκλησία να το βρω. Εντάξει;
Ήταν μια φορά ένας Έλληνας, ένας Αμερικάνος κι ένας Κινέζος πάνω στον Όλυμπο και έκαναν ορειβασία. Σε μια στιγμή, έτσι όπως ξεκουραζόντουσαν σε κάτι βράχια, πλησιάζει ο Αμερικάνος τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού στο αυτί του και το μικρό δάχτυλο στο στόμα του και αρχίζει να μιλάει. Απορημένοι οι άλλοι δύο, του λένε: – «Τι κάνεις εκεί τώρα;» – «Ε! να, μόλις μίλησα με τη γκόμενα μου στην Αμερική!», απαντά. Μετά από λίγο, ο Κινέζος πλησιάζει το ρολόι του χεριού του κοντά στο πρόσωπό του. Ο Πόντιος, γεμάτος απορία, τον ρωτά: – «Εσύ τώρα, τι κάνεις εκεί;» – «Ε, να μωρέ, βλέπω τις ειδήσεις στην Κίνα!», απαντά ο Κινέζος. Φανερά ενοχλημένος ο Πόντιος σκέφτεται, τι να κάνει τώρα αυτό για να τον προσέξουν! Αφήνει, λοιπόν, να του φύγει μια τρανταχτή πορδή. Έκπληκτοι οι άλλοι δύο τον κοιτάζουν: – «Εσύ, τι έκανες τώρα;», τον ρωτάνε. – «Τίποτα ρε παιδιά, μόλις έστειλα ένα φαξ στον Πόντο!»
Το μαξιλαρι αγκαλια θα εχω στο ονειρο μου
μεχρι εσυ αγαπη μου να ερθεις στο πλευρο μου.
Κι οι ποταμοι θα τρέχουνε ότε θα με κηδαίνε
για’ θα ‘ναι αμέτρητοι αυτοί που για εμέ θα κλαίνε
2 τύποι προχωρούσαν σε έναν βρώμικο επαρχιακό δρόμο, όταν ξαφνικά βλέπουν μια τρύπα. Κοιτάζουν μέσα ,και ρωτάει ο ένας τον άλλον: -«Βλέπεις τον πάτο;» -» Όχι » του λέει ο άλλος.. Αρχίζει λοιπόν ο ένας να πετάει πέτρες, ρίχνει κι ο δεύτερος κάμποσες ,τίποτα ,τζίφος! -«Χρειαζόμαστε κάτι μεγαλύτερο» λέει ο ένας. Κοιτάζουν γύρω γύρω ,και βλέπουν έναν τσιμεντόλιθο στην άκρη του δρόμου. Τον αρπάζουν και τον πετάνε μέσα. Ξαφνικά ακούγεται ένας χαμός πίσω ,γυρίζουν και τι να δουν! Έναν τράγο που τους επιτίθεται με μανία! Φεύγουν από την μέση και την τελευταία στιγμή περνάει ο τράγος από δίπλα τους και πέφτει μέσα στην τρύπα. » -Το είδες αυτό;» λέει ο ένας. -Ναι ,κόντεψε να μας σκοτώσει αυτός ο κ*λότραγος..!» Τότε βλέπουν έναν αγρότη πάνω σε ένα τρακτέρ πίσω από τον φράχτη ,τον πλησιάζουν και τον ρωτούν: -Μήπως έχεις έναν τράγο; «-Nαι έχω έναν» τους λέει. -Το ξέρεις ότι ο τράγος σου πήγε να μας σκοτώσει;» -Ναι ,μας επιτέθηκε με μανία και προσπάθησε να μας ρίξει μέσα στην τρύπα» λέει ο άλλος… Ο αγρότης κουφαίνεται και τους λέει: -Σας κυνήγησε; Μπα ,δεν θα ήταν δικός μου. Ο δικός μου ο τράγος είναι πολύ γέρος και έχει και αρθρίτιδα. Εξάλλου τον έχω πάντα δεμένο σε έναν τσιμεντόλιθο….»