Αλλοι φυτεύουν τσι ελιές μικρή μου στα χωράφια
Αλλοι φυτεύουν τσι ελιές μικρή μου στα χωράφια
μα σένα τσι ‘πεψε ο Θεός στα μούτρα σαν τ’αγκάθια
Πού πάει ο δρόμος;
Ένας διαβάτης ρωτάει τον Μπόμπο: -Πού πάει αυτός ο δρόμος; Μπόμπος: -Πουθενά κύριε. Διαβάτης: -Μα κάπου πρέπει να πηγαίνει. Μπόμπος: -Είμαι σίγουρος ότι δεν πάει πουθενά αυτός ο δρόμος, γιατί κάθε μέρα που περνώ τον βρίσκω εδώ.
PΉθελε παραμυθάκι
Μια φορά ήταν οι γονείς ενός παιδιού και ήθελαν να βγουν βόλτα αλλά δε μπορούσαν. Έτσι λοιπόν, λέει ο πατέρας στη μητέρα: – «Λοιπόν, άκου τι θα κάνουμε. Θα του πάρουμε ένα CD Player και θα του βάλουμε ένα παραμυθάκι να ακούσει μέχρι να τον πιάσει ο ύπνος και εμείς θα φύγουμε». – «Εντάξει», λέει και η μάνα. Πάνε λοιπόν και του βάζουν να ακούσει το CD και φεύγουν. Μόλις γυρνάνε βλέπουν το παιδί πάνω στα κάγκελα του παραθύρου να έχει τρελαθεί και να φωνάζει: – «ΘΕΛΩ, ΘΕΛΩΩΩΩΩΩΩ, ΘΕΛΩΩΩΩΩΩΩΩΩ». Πάει και ο πατέρας να βάλει τα ακουστικά να δει γιατί φωνάζει ο μικρός και ακούει: – «Θέλετε να ακούσετε ένα παραμυθάκι; κσκσΘέλετε να ακούσετε ένα παραμυθάκι; κσκσΘέλετε να ακούσετε ένα παραμυθάκι; (Είχε κολλήσει το CD)».
η Χιονάτη
Κοιμότανε που λέτε η καημένη η Χιονάτη πολύ καιρό, μέχρι που τη φίλησε το πριγκιπόπουλο και ζωντάνεψε. Και όπως ήτανε και παίδαρος η μικρή την είδε ο νεαρός και κάτι σκίρτησε επάνω του και αποφάσισε να την παντρευτεί για να της εξηγήσει αυτός… Παντρευτήκανε λοιπόν με πολιτικό γάμο για να μην καθυστερούνε και επειδή ο γαμπρός έφερνε λίγο προς λιγούρη μπήκανε αμέσως στη κρεβατοκάμαρα που είχανε ετοιμάσει οι 7 νάνοι και πιάσανε δουλειά. Από την πρώτη στιγμή οι 7 νάνοι είχανε μια ανησυχία: «Μήπως το πονέσει το κορίτσι μας ο χλιμίτζουρας και είναι και αμάθητο», είπε ο Γκρινιάρης, «Μήπως μας το στεναχωρήσει ο τράγος;» είπε ο Συναχωμένος και λέγε-λέγε αποφάσισαν να παρακολουθήσουν και αν τον δουν να της φέρεται άσχημα να επέμβουν Η πόρτα όμως ήτανε μασίφ καρυδιά και πολύ ψηλή και μόνο πάνω-πάνω είχε ένα φεγγίτη. Ανεβήκανε λοιπόν ο ένας στους ώμους του άλλου και έτσι ο έβδομος, ο Σοφός, έφτανε να βλέπει από το φεγγίτη και να λέει στους υπόλοιπους τι βλέπει. – Τη φιλάει τώρα στο λαιμό, έχει το χέρι του μέσα από τη μπλούζα της και της χαϊδεύει το στήθος; λέει ο Σοφός στον από κάτω του. Η πληροφορία διαδίδεται σαν ηχώ προς τα κάτω από τον ένα στον άλλον: «Της χαϊδεύει το στήθος», «…δεύει το στήθος», «…ει το στήθος», «…στήθος», «…ήθος» – Της βγάζει το σουτιέν !, λέει μετά ο Σοφός και η πληροφορία διαδίδεται: «Της βγάζει το σουτιέν», «Βγήκε το σουτιέν», «Πάει και το σουτιέν»….., «…σουτιέν»…, «…τιέν» – Τώρα το δαντελένιο μικρό βρακάκι της, η επόμενη πληροφορία και η ηχώ: «Τώρα το βρακάκι», «Βγήκε το βρακάκι», …., …., …, «…βρακάκι»,… «…άκι». – Της τον έβαλε και τη πηδάει με πάθος, λέει με βαθιά φωνή ο Σοφός και φυσικά διαδίδεται αμέσως: «Της τον έβαλε», «Την πηδάει», «Τον έχωσε», …, …, «… πηδάει». – ΧΥΝΕΙ! γρυλίζει ο Σοφός και η ηχώ: «Κι εγώ», … «Κι εγώ», … «Κι εγώ» …..
Η ψευτοπαρθένα
Ήταν μια χωριατοπούλα που είχε παρθεί από πολλούς. Κάποια στιγμή αποφάσισε να παντρευτεί με ένα συγχωριανό της. Φοβόταν όμως για την πρώτη νύχτα του γάμου που ο άντρας της θα περίμενε να τη βρει παρθένα. Ρωτάει λοιπόν τη μάνα της: – Μαμά, τι να κάνω την πρώτη νύχτα του γάμου που ο άντρας μου θα δει πως δεν είμαι παρθένα; – Α, μην ανησυχείς παιδί μου. Θα έχεις μαζί σου ένα ξυραφάκι, και μόλις μπει ο άντρας στου μέσα σου εσύ θα χαράξεις λίγο το μπούτι σου και θα τρέξει αίμα. Έτσι θα νομίσει πως είσαι παρθένα. Πηγαίνει λοιπόν το ζευγάρι στο σπίτι την πρώτη νύχτα του γάμου. Ο άντρας όμως δεν κρατιέται και μόλις ανεβαίνουν τη σκάλα τη βάζει κάτω και την παίρνει. Η κοπέλα τότε βγάζει το ξυραφάκι και εφαρμόζει τη συμβουλή της μάνας της. Ακούγεται τότε πλιτς-πλατς, πλιτς-πλατς. Λέει λοιπόν αυτή: – Αχ, άντρα μου, ακούς πώς τρέχει το αίμα της παρθενιάς μου; Και αυτός με πόνο: – Ποια παρθενιά σου μωρή; Το αρ…ι μου είναι που κατρακυλάει στη σκάλα!
Σα τη κριγιαροκεφαλή τη κακοπαντωμένη
Σα τη κριγιαροκεφαλή τη κακοπαντωμένη
έτσα’ν του γέρου το φιλί μη συβαστείς καημένη
Μονόδρομος
Πάει ο Ψαραντώνης στην Αθήνα και καθώς οδηγούσε μπαίνει σε έναν μονόδρομο, τον σταματάει ο αστυνομικός που ήταν παρακάτω και του λέει:Α: Που πας ρε κουμπάρε δεν βλέπεις ότι απαγορεύεται;Κι ο Ψαραντώνης:Ψ: Γιάντα μωρέ σύντεκνε σφουγγαρισμένα έχετε;